ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Καθώς ο τίτλος της παρούσας προσπάθειας τιτλοφορείται ως μία νέα πολιτική πρόταση, αυθορμήτως γεννάται το ερώτημα αν υπάρχει ανάγκη και χώρος για μία ακόμα πολιτική θεώρηση, ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες που την γεννάνε, και με ποιους και με τι θέλει να έρθει σε ρήξη.
Το παρόν συνοπτικό σύγγραμμα λοιπόν εντοπίζει στο καπιταλιστικό σύστημα με την μορφή που αναπτύχθηκε ιστορικά στο δυτικό ημισφαίριο στοιχεία που οδηγούν σήμερα στην αλλοτρίωση, στην πλήρη εξάρτηση-αποικιοποίηση των πατρίδων και στην οικονομική αφαίμαξη των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Για να τεκμηριωθεί ο παραπάνω ισχυρισμός, το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με την εννοιολόγηση του καπιταλισμού και με την σύνδεσή του με τον κοινωνικό έλεγχο και τις σχέσεις εξάρτησης που γεννούν τα διαφορετικά εξελεγκτικά στάδια ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες. Στην συνέχεια παρατίθεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή του καπιταλιστικού συστήματος, αναφέρονται οι κύριες ιδεολογίες που αναδύθηκαν τους προηγούμενους αιώνες και αποτυπώνονται οι τάσεις του πολιτικού συστήματος σήμερα. Το πρώτο κεφάλαιο κλείνει συνδέοντας το καπιταλιστικό σύστημα με την αλλοτρίωση τόσο σε προσωπικό, όσο σε οικογενειακό και σε εθνικό επίπεδο.
Καθώς κρίνεται αναγκαία η ρήξη με το τρέχον κοινωνικό status quo, το δεύτερο κεφάλαιο διαπιστώνει πως σήμερα ευδοκιμούν εκείνες οι συνθήκες που επιτρέπουν την ανάδυση μίας νέας πολιτικής πρότασης. Η νέα αυτή πολιτική πρόταση είναι συνθετική, χωρίς να απορρίπτει μηδενιστικά κάθε συμβολή άλλων θεωριών στην επιστημονική σκέψη και την κοινωνική εξέλιξη. Είναι διεπιστημονική, δεν διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια, γι' αυτό και είναι ανοικτή σε αναθεώρηση και μετασχηματισμό. Είναι μία πολιτική πρόταση που ακόμη γράφεται, γι' αυτό η κριτική και τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα ώστε να εμπλουτιστούν μελλοντικές εκδόσεις. Η νέα συνθετική πολιτική πρόταση συνδυάζει το κοινωνικό και το εθνικό αίτημα, διαπιστώνοντας πως η κοινωνική ευημερία και η εθνική ανεξαρτησία είναι αιτήματα αλληλένδετα, αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλοεξαρτώμενα, τα οποία μπορούν να τελεσφορήσουν μέσα στον νέο πολυπολικό κόσμο που αναδύεται σήμερα.
Η παρούσα προσπάθεια είναι το εναρκτήριο λάκτισμα της Ατράκτου. Η Άτρακτος φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα φορέα σκέψης, ένα ανοικτό κάλεσμα συζήτησης, συσπείρωσης και δράσης για την κοινωνική ευημερία και την εθνική ανεξαρτησία, μακριά από τους διαχωρισμούς και τις ταμπέλες του παρελθόντος. Ένα κάλεσμα για ελεύθερους λαούς σε ελεύθερες πατρίδες.
Καλή ανάγνωση!
ΜΕΡΟΣ Α'
Δυτικός Καπιταλισμός και Αλλοτρίωση
Τι είναι καπιταλισμός;
Η εμπορευματική παραγωγή και η ανταλλαγή εμπορευμάτων υπήρχαν για χιλιετίες μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, έχοντας ρόλο επικουρικό στις ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες. Το κεφάλαιο προέκυπτε από τις αγροτικές, τις εμπορικές και τις δανειστικές δραστηριότητες και από τις βιοτεχνίες μικρής κλίμακας.
Η γέννηση του καπιταλισμού προϋπέθετε την συνάντηση δύο κοινωνικών καταστάσεων, του κατόχου χρήματος και του μισθωτού εργάτη. Η μισθωτή εργασία σήμανε την μετατροπή της ίδιας της εργασίας σε εμπόρευμα, που συνεπικουρείται από ένα καθεστώς κατοχύρωσης ενός θεσμικά ελεύθερου εργάτη που μπορεί να διαπραγματευτεί την εργατική του δύναμη στην αγορά. Το θεσμικό αυτό περιβάλλον αναδύθηκε με τις αστικές επαναστάσεις και αποτυπώθηκε στο τρίπτυχο Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφοσύνη. Ο θεσμικά ελεύθερος εργάτης εκμισθώνει την εργασία του στον κάτοχο των μέσων παραγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής που χρησιμοποιεί την μισθωτή εργασία είναι η προσωποποίηση του κεφαλαίου. Ο τομέας δραστηριοποίησης, η πολιτική επιρροή, το μέγεθος του ιδιωτικού πλούτου, το κοινωνικό status, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί μία επιχείρηση και ο βαθμός απεμπλοκής του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής από την άμεση εργασία είναι κάποια από τα στοιχεία που καθορίζουν το κλιμακούμενο φάσμα χαρακτηρισμού μίας ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας ως κεφάλαιο.
Ο καπιταλισμός σημαίνει λοιπόν γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή. Στον καπιταλισμό η εργασιακή δύναμη και τα μέσα παραγωγής μετατρέπονται σε εμπορεύματα προκειμένου να παραχθούν και στην συνέχεια να πωληθούν άλλα εμπορεύματα με στόχο το κέρδος. Έτσι δημιουργείται μία αλυσίδα όπου το χρήμα τίκτει χρήμα. Με την εξέλιξη του καπιταλισμού εμφανίζεται ο χρηματοπιστωτικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, ως υπόσχεση πληρωμής και απαίτησης στο μέλλον, ενώ το πιστωτικό χρήμα γίνεται η κυρίαρχη μορφή χρήματος. Στην αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερου κέρδους το κεφάλαιο αναδιαρθρώνει την παραγωγή και αναζητά νέες καινοτόμες μεθόδους κερδοφορίας. Το μέρος του κεφαλαίου που δεν καταφέρνει να ακολουθήσει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία βρίσκεται σε σύγκρουση με το κεφάλαιο που ξέφυγε εξελικτικά μπροστά.
Καπιταλισμός και κοινωνικός έλεγχος
Το κράτος δεν είναι κοινωνικοπολιτικά ουδέτερο. Στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής το κράτος αποτελεί τον τόπο που διαπραγματεύονται τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ. Ο κρατικός μηχανισμός εργαλειοποιείται ώστε μέσω του κοινωνικού ελέγχου να επιβάλλονται οι πολιτικές που προωθούν τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης. Μέσω του τυπικού κοινωνικού ελέγχου που ασκείται από το ποινικοκατασταλτικό σύστημα η κοινωνία προστατεύεται απ' όσα ο τυπικός νόμος ορίζει ως έγκλημα. Ο τυπικός κοινωνικός έλεγχος σε περιόδους κοινωνικού αναβρασμού καθίσταται μέσο δίωξης όσων κρίνονται επικίνδυνοι για την ασφάλεια του συστήματος, οι οποίοι στιγματίζονται από το νόμο ως κοινοί εγκληματίες.
Η διατήρηση και η αναπαραγωγή μίας κοινωνικής δομής δεν μπορεί επί μακρόν να βασίζεται στην καταστολή, αλλά χρειάζεται η πειθώ που αποκρύπτει τις δομές κυριαρχίας. Η απόκρυψη της κυριαρχίας επιτυγχάνεται μέσω της κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία είναι το άθροισμα των ιδεών και των αξιών που προωθεί τα συμφέροντα των ελίτ. Η κυρίαρχη ιδεολογία προϋποθέτει την διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στις κυρίαρχες και στις υποτελείς τάξεις. Έτσι κάποιες φορές οι κυρίαρχες ελίτ ενσωματώνουν αιτήματα που αντίκεινται στα συμφέροντά τους για να αποφύγουν παραπέρα εντάσεις και ρήξεις ή σε συμβολικό επίπεδο δίνουν θέσεις ευθύνης σε πρόσωπα που «φαντασιακά» ταυτίζονται με τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Η κυρίαρχη ιδεολογία επιβάλλεται με το προσωπείο του πανεθνικού συμφέροντος, διεκδικεί πανανθρώπινη ισχύ και διαχέεται στην κοινωνία μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των άλλων θεσμών εξουσίας. Στην συνέχεια, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία εσωτερικεύεται από το σύνολο της κοινωνίας, λειτουργεί ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος, ο οποίος ασκείται από τον κοινωνικό περίγυρο και την οικογένεια και ελέγχει το άτομο που αποκλίνει από τα επιβεβλημένα πρότυπα σκέψης και συμπεριφοράς μέσω της κατάκρισης. Ακόμα, μέσω του αυτοελέγχου το ίδιο το άτομο εναρμονίζει τις πράξεις του με την κυρίαρχη ιδεολογία. Έτσι σχηματίζεται μία κυκλική διεργασία όπου οι θεσμοί, η οικογένεια και το άτομο μέσω της κοινωνικής μηχανικής λειτουργούν συμφώνως με τις επιταγές της κοινωνικής νόρμας.
Σε περιόδους έντονων κοινωνικών αναταραχών όπου έχει κλονισθεί η κυρίαρχη ιδεολογία το κράτος καταφεύγει σε ολοένα και μεγαλύτερες κατασταλτικές μεθόδους. Όταν η πολιτική τάξη αδυνατεί να εγγυηθεί την επιβίωση και την αναπαραγωγή της κοινωνικής ιεραρχίας, η πολιτειακή δομή γίνεται ολοένα και περισσότερο αστυνομοκρατούμενη και στρατοκρατούμενη.
Καπιταλιστική μητρόπολη και περιφέρεια
Οι χώρες στις οποίες αναδύθηκε πρώτα το καπιταλιστικό σύστημα και οι χώρες που καθίστανται πρωτοπόρες στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στην ιστορική εξέλιξη αποκτούν ηγετικό ρόλο έναντι των υπολοίπων, λόγω της τεράστιας δυναμικής για την ανάπτυξη και την καινοτομία που απελευθερώνεται. Με αυτόν τον τρόπο καθίστανται οι μητροπόλεις του καπιταλισμού. Το μεγάλο κεφάλαιο των μητροπόλεων καθώς εξαντλεί τις εσωτερικές αγορές που εκμεταλλεύεται επεκτείνεται προς νέες χώρες, βρίσκοντας νέους πόρους, νέες αγορές, νέους εργάτες. Τα παραπάνω γεννούν την διεθνιστική φύση του καπιταλισμού, η οποία συμβάλλει στην αναπαραγωγή και την ισχυροποίησή του.
Η οικονομική ελίτ της μητρόπολης καθώς κατακτά την εξουσία, χρησιμοποιεί τους κρατικούς μηχανισμούς και τον κοινωνικό έλεγχο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Στην συνέχεια, καθώς έχει ηγετικό ρόλο στην καπιταλιστική εξέλιξη, καθιστά εξαρτώμενες τις χώρες και τις αστικές τους τάξεις που δεν έχουν φτάσει στον ίδιο βαθμό ανάπτυξης και δεν έχουν το ίδιο γεωπολιτικό δυναμικό. Με αυτόν τον τρόπο ο καπιταλισμός δημιουργεί έναν διεθνή καταμερισμό εργασίας, χωρίζοντας την υφήλιο στις μητροπόλεις, στα κράτη της ημι-περιφέρειας και στα φτωχά περιφερειακά κράτη. Τα πλούσια κράτη αποτελούν τις μητροπόλεις του καπιταλισμού και διατηρούν την παραγωγή στα προϊόντα και τις υπηρεσίες στις τεχνολογίες αιχμής, στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στην στρατιωτική βιομηχανία και στην ενέργεια. Τα κράτη της ημι-περιφέρειας δεν είναι σε πρωταρχικό στάδιο ανάπτυξης, αλλά ούτε πολύ ανεπτυγμένα. Ιστορικές συγκυρίες και ανταγωνισμοί της μητρόπολης με αντίπαλες γεωπολιτικές δυνάμεις οδήγησαν στην ανάδυση αυτών των χωρών, οι οποίες καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον πυρήνα, αλλά λαμβάνουν οικονομικά οφέλη. Τα φτωχά περιφερειακά κράτη προμηθεύουν την μητρόπολη και τα κράτη της ημι-περιφέρειας με φθηνές πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και βιομηχανικά προϊόντα.
Οι σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσονται καθιστούν τα κράτη της ημι-περφέρειας και της περιφέρειας δορυφόρους της μητρόπολης, ελεγχόμενα σε οικονομικό, πολιτισμικό και πολιτικό επίπεδο. Σε οικονομικό επίπεδο οι επενδύσεις της μητρόπολης ακολουθούν την πολιτική της μεγιστοποίησης των κερδών και της επίτευξης των γεωπολιτικών της στόχων. Η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται με πακέτα βοήθειας και με την υπέρογκη δανειοδότηση, κατευθυνόμενη προς την ανάδυση και την εξυπηρέτηση της εξαρτώμενης ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Η συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, οι οίκοι αξιολόγησης, η απώλεια της νομισματικής κυριαρχίας και η επιρροή οποιαδήποτε άλλου θεσμού ελεγχόμενου από την μητρόπολη εκμηδενίζει την οικονομική κυριαρχία των κρατών της ημι-περιφέρειας και της περιφέρειας.
Σε πολιτισμικό επίπεδο στόχος είναι η εσωτερίκευση της κυρίαρχης ιδεολογίας από τους λαούς με την χρήση θεσμικών και εξωθεσμικών εργαλείων. Υπό τον λεκτικό εξευγενισμό των «πανανθρώπινων αξιών» η εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία διεκδικεί την παγκοσμιότητα. Αρχικά η κυρίαρχη ιδεολογία εσωτερικεύεται από τους λαούς των μητροπόλεων και της ημι-περιφέρειας, διαδικασία που διευκολύνεται από την οικονομική ανάπτυξη και την ραγδαία βελτίωση της ποιότητας ζωής. Στην συνέχεια οι μηχανισμοί στις χώρες της περιφέρειας προπαγανδίζουν την κυρίαρχη ιδεολογία, εμφανίζοντάς την ως πρόοδο και εκσυγχρονισμό. Έτσι δημιουργείται το ιδεολόγημα των «πεφωτισμένων εθνών», τα οποία οφείλει να ακολουθήσει σύσσωμη η ανθρωπότητα.
Σε πολιτικό επίπεδο το πολιτικό προσωπικό αναδεικνύεται και ελέγχεται από την ντόπια ολιγαρχία, υπό την υψηλή εποπτεία της μητροπόλεως. Μ' αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα ιεραρχικό εξουσιαστικό σχήμα, όπου οι μεγαλοαστικές τάξεις της μητρόπολης και οι εξαρτώμενες μεγαλοαστικές τάξεις της ημι- περιφέρειας και της περιφέρειας εργαλειοποιούν κράτη και διεθνείς οργανισμούς για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Μία σύντομη ιστορική αναδρομή στα πρώτα στάδια του καπιταλιστικού συστήματος
Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ξεπήδησαν μέσα από την φεουδαρχία. Η φεουδαρχία ήταν το πολιτικοοικονομικό σύστημα που επικράτησε κυρίως στην Δυτική Ευρώπη μετά την πτώση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας, μεταξύ 9ου και 15ου αιώνα. Το φεουδαρχικό σύστημα έλκει την καταγωγή του από τις επαύλεις της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να παρουσιάζει ομοιόμορφο χαρακτήρα λόγω των εθνοπολιτισμικών, ιστορικών και γεωγραφικών διαφορών στις περιοχές που επικράτησε. Η φεουδαρχία βασίστηκε στην κατανομή της γης σε κτηματικές μονάδες, τα επονομαζόμενα φέουδα. Ο γαιοκτήμονας παραχωρούσε τα φέουδα στους υπηκόους, παρέχοντας τους στρατιωτική και νομική προστασία, λαμβάνοντας αμοιβή σε προϊόντα ή σε χρήμα.
Οι πρώτοι σπόροι για την ανάδυση του καπιταλισμού εντοπίζονται στα τέλη του 11ου αιώνα στην Χανσεατική Ένωση στην Κεντρική και στην Βόρεια Ευρώπη, και στην συνέχεια στις αυτόνομες πόλεις της Ιταλίας, όπου οι έμποροι είχαν συσσωρεύσει μεγάλα κεφάλαια και εκμίσθωναν ναύτες για την διεξαγωγή υπερπόντιου θαλάσσιου εμπορίου. Σταδιακά όμως οι εμπορικοί οδοί που χρησιμοποιούν οι ιταλικές πόλεις περνάνε στην οθωμανική κατοχή, γεγονός που οδηγεί στην παρακμή τους. Έτσι από τον 15ο αιώνα ως κυρίαρχα κράτη στο θαλάσσιο εμπόριο αναδεικνύονται η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία και η Ολλανδία.
Την ίδια περίπου περίοδο στην Αγγλία αρχίζουν να αλλάζουν τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το φεουδαρχικό σύστημα. Η εργασία βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στο χρήμα, ενώ η γη συγκεντρώνονταν στα χέρια λίγων ιδιοκτητών. Οι όροι της παραγωγής καθορίζονταν από την αύξηση της παραγωγικότητας και την δημιουργία αγροτικών πλεονασμάτων, τα οποία οδηγούσαν σε μεγαλύτερα κέρδη. Η οικονομία διεξαγόταν ολοένα και περισσότερο σύμφωνα με τους όρους της αγοράς και όχι βάσει του προηγούμενου συστήματος των φεουδαρχικών υποχρεώσεων. Οι συνεισφορές δίνονταν σε χρυσό, ασήμι ή χρήματα, οι μισθώσεις γης πολλαπλασιάζονταν, ενώ οι τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η βελτίωση των υδρόμυλων και των μεθόδων πρόσδεσης στα ζώα, οδήγησαν στην αύξηση της παραγωγής και στην δημιουργία πλεονάσματος το οποίο διοχετευόταν σε μία αρχαϊκή αγορά.
Κλειδί για την ανάδυση του νέου συστήματος ήταν η αλλαγή στις αντιλήψεις που επέφερε η θρησκευτική μεταρρύθμιση και η γέννηση του προτεσταντισμού, ιδιαίτερα η καλβινιστική του εκδοχή. Με την θρησκευτική μεταρρύθμιση εμφανίζονται οι ιδεολογικές βάσεις του καπιταλισμού, ήτοι η αποθέωση της ορθολογικότητας και της ατομικότητας και η έμφαση στην ολοκλήρωση μέσω της εργασίας. Η ορθολογική διαλεκτική προσέγγιση του θείου είναι κάτι που ήδη συναντάται στην καθολική εκκλησία, όμως στον προτεσταντισμό εμφανίζεται σε υπερθετικό βαθμό. Ο μεταρρυθμιστικός πιετισμός διατράνωσε την πίστη πως η θρησκευτικότητα προάγεται μέσω της εύρυθμης κοινωνικής οργάνωσης και πως η σωτηρία επιτυγχάνεται ατομικά μέσω της επιτυχίας στην επαγγελματική ζωή, γεγονός που συνέβαλε στην καθιέρωση της επαγγελματικής ηθικής. Η ψυχολογική πίεση που ασκήθηκε για συνεχή εργασιακή καταξίωση οδήγησε στην αναζήτηση μεθόδων για την αύξηση της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας. Η συσσώρευση του κεφαλαίου ωθήθηκε μέσα από την ασκητική απαίτηση για τον περιορισμό της κατανάλωσης και τον εξαναγκασμό στην αποταμίευση, καθώς η αδιάκοπη εργασία και η εγκράτεια θεωρούνταν προληπτικό μέσο απέναντι στους πειρασμούς.
Οι παραπάνω συνθήκες οδηγούν στην είσοδο στο πρώτο στάδιο του εμπορικού καπιταλισμού που διαρκεί μέχρι τον 18ο αιώνα. Στο πρωταρχικό αυτό στάδιο το κεφάλαιο δεν ξοδεύεται αλλά επενδύεται. Οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις που αποτελούν τις μητροπόλεις του καπιταλισμού αυτήν την περίοδο αρχίζουν να επωφελούνται από το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων και ξεκινά η αποικιοκρατική επέκταση. Οι μεγάλες ανακαλύψεις οδηγούν στην ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου και στην εμφάνιση των πρώτων χρηματιστηρίων και τραπεζών, τα οποία συνεπικουρούν τις ολοένα και αυξανόμενες χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου εμφανίζονται οι πρώτες εταιρίες για την διαμεσολάβηση του εμπορίου αγαθών οι οποίες αποκτούν κυρίαρχο ρόλο, όπως η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Εκείνη την εποχή δημιουργείται το ατλαντικό εμπορικό τρίγωνο μεταξύ Ευρώπης, Αμερικής και Αφρικής.
Σε διεθνές επίπεδο οι διακρατικές σχέσεις ορίζονται με βάση το βεστφαλιανό μοντέλο και την συνύπαρξη λίγων ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών. Αυτήν την περίοδο λαμβάνουν χώρα και οι επαναστάσεις με τις οποίες οι αστικές τάξεις κατακτούν την πολιτική εξουσία. Με την επανάσταση του 1688 με ηγέτη τον Όλιβερ Κρόμγουελ η αστική τάξη της Αγγλίας εκτοπίζει τους ευγενείς, ενώ έναν αιώνα αργότερα ξεσπά η Αμερικανική (1776) και η Γαλλική επανάσταση (1789). Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα λαμβάνει χώρα η ανάδυση των εθνικοεπαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη υφήλιο, καθώς η εθνική αφύπνιση και η έκρηξη της ορμής των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων συναντάται με τη δυναμική των ανερχόμενων αστικών τάξεων. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην ίδρυση των εθνών-κρατών, στα οποία η κατά τόπους αστική τάξη καταλαμβάνει την εξουσία.
Οι επαναστάσεις αυτές σε συνδυασμό με την πρώτη βιομηχανική επανάσταση οδηγούν σε μία ριζική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και σηματοδοτούν την είσοδο στο στάδιο του κλασσικού καπιταλισμού, ο οποίος κυριαρχεί ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή συντελείται η ταχύτατη αστικοποίηση των πληθυσμών που εργάζονται ως μισθωτοί εργάτες στα εργοστάσια που παράγουν αγαθά με μηχανοποιημένο πλέον τρόπο. Εμβληματική φιγούρα είναι πλέον ο βιομήχανος και ο εργάτης, ενώ οι νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας.
Μετά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση κυρίαρχη μητρόπολη του καπιταλισμού αναδεικνύεται η Βρετανική Αυτοκρατορία. Η νησιωτική μορφολογία της Μεγάλης Βρετανίας δυσχεραίνει κάθε επιθετική ενέργεια στα εδάφη της, ενώ η στασιμότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και η ήττα της Κίνας στους πολέμους του οπίου φέρνουν την Βρετανική Αυτοκρατορία σε εξέχουσα θέση. Ακόμα, το ξεζούμισμα των αποικιών προσφέρει στην βρετανική οικονομία άφθονες πρώτες ύλες για τα εργοστάσιά της, ενώ η γεωγραφική έκταση της αυτοκρατορίας παρέχει το πλεονέκτημα μίας τεράστιας εσωτερικής αγοράς. Παράλληλα εμφανίζονται τα πρώτα εργατικά κινήματα στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού, διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, βελτίωση των μισθών και την ανατροπή του συστήματος. Σε αυτή την περίοδο η κυρίαρχη ιδεολογία ευαγγελίζεται την ελεύθερη αγορά και την πίστη πως το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να φέρει ευμάρεια και ειρήνη σε όλη την υφήλιο. Είναι η εποχή της πρώτης παγκοσμιοποίησης, ενώ εμφανίζονται τα πρώτα μονοπώλια και ανθίζουν οι πρώτες μεγάλες ανώνυμες εταιρίες.
Στην αυγή του 20 αιώνα η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση έχει αναδιαρθρώσει εκ νέου την κοινωνία και τις σχέσεις κυριαρχίας. Κυρίαρχη μητρόπολη του καπιταλισμού καθίστανται βαθμηδόν οι ΗΠΑ, στις οποίες η κοινωνική κινητικότητα είναι μεγαλύτερη και δεν ταλανίζονται από τα προβλήματα των απαρχαιωμένων κοινωνικών δομών που αντιμετωπίζουν η Ευρώπη, η Ρωσία και η Κίνα. Πρωταγωνιστικό ρόλο αρχίζει να διαδραματίζει το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, θεοποιείται η επιστήμη και κυριαρχεί ο τεηλορισμός, δηλαδή η επιστημονική διαχείριση της μαζικής παραγωγής. Όμως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η ενδυνάμωση των εργατικών κινημάτων, η ανάδυση της ΕΣΣΔ, η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου και η άνοδος του εθνικισμού σηματοδοτούν την αποπαγκοσμιοποίηση, δείχνοντας πως ιστορικά τίποτα δεν είναι γραμμικό ή νομοτελειακό.
Ο καπιταλισμός εισέρχεται στην τρίτη ιστορική του φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χρήση κρατικοπαρεμβατικών μεθόδων με τις οποίες η μεγαλοαστική τάξη προσπαθεί να απορροφήσει τους κραδασμούς από την κρίση, τις πιέσεις από τα κινήματα, τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες και τους πολέμους. Με δέσμες μέτρων προστατεύονται οι εγχώριες βιομηχανίες και μέσω της διεύρυνσης των εργατικών, πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων ενσωματώνονται μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες στην κοινωνική δομή και αυξάνεται η ενεργός ζήτηση. Οι νέες τεχνολογικές καινοτομίες του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης σηματοδοτούν την εμφάνιση του καταναλωτισμού ως κυρίαρχου πρότυπου ζωής, και σε συνδυασμό με την επέκταση του εκπαιδευτικού συστήματος, διευκολύνουν την επιβολή της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Μετά από τους δύο παγκόσμιους πολέμους ο κόσμος γίνεται διπολικός και χωρίζεται σε σφαίρες επιρροής των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο, καθώς συγκεντρώνουν το οικονομικό, στρατιωτικό και γεωπολιτικό δυναμικό που τις καθιστούν ουσιαστικά την μοναδική καπιταλιστική μητρόπολη. Ήδη από την προηγούμενη ιστορική περίοδο οι ΗΠΑ αποτελούν το κέντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης και της καινοτομίας, ενώ το γεγονός πως δεν διεξήχθησαν πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφός τους κατά την διάρκεια των μεγάλων πολέμων σημαίνει πως οι παραγωγικές τους δομές έμειναν άθικτες, ενώ ο φόρος αίματος ήταν αισθητά μικρότερος σε σχέση με την Ευρώπη και την ΕΣΣΔ. Ακόμα, με την κατάρρευση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούν την μόνη θαλάσσια υπερδύναμη η οποία ελέγχει τις κυριότερες εμπορικές αρτηρίες ανά την υφήλιο.
Η Ευρώπη δορυφοριοποιείται πλήρως, καθώς οι παραγωγικές της δυνατότητες έχουν υποστεί τεράστια ζημία και το ανθρώπινο δυναμικό της έχει αποδεκατιστεί. Ειδικότερα, στην Δυτική Ευρώπη, τα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης του σχεδίου Μάρσαλ κατευθύνονται για την εξυπηρέτηση των κατά τόπους εξαρτώμενων μεγαλοαστικών τάξεων, ενώ η οικονομική ανάπτυξη οδηγεί στην ανάδυση της μεσαίας τάξης που διασφαλίζει την κοινωνική σταθερότητα. Με την σειρά της η ντόπια οικονομική ελίτ αναδεικνύει μέσω θεσμικών - και μη - οδών την πολιτική τάξη των χωρών, η οποία εγγυάται την προσήλωση στις ΗΠΑ.
Την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώνονται οι πολιτικές και σχηματίζονται οι πρώτοι θεσμοί που θα δομήσουν το ευρωατλαντικό σύστημα, που αποτελεί τον πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό βραχίονα της επιβολής της οικονομικής ελίτ της Δύσης. Το 1945 ιδρύεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το 1949 ιδρύεται το ΝΑΤΟ, και το 1951 ιδρύεται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα που θα εξελιχθεί μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ήπια ισχύς του ευρωατλαντικού συστήματος που συνδυάζει την οικονομική ανάπτυξη και τον καταναλωτισμό αποτελεί την βάση της μετέπειτα ολοκληρωτικής του επικράτησης την δεκαετία του 1990. Η αστυνομοκρατία, οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ και οι στρατιωτικές δικτατορίες στην Ευρώπη, την Λατινική Αμερική και αλλού θα αποτελέσουν το όχημα επιβολής της σκληρής ισχύος της δυτικής οικονομικής ελίτ στις περιπτώσεις που κράτη και λαοί εξοκέλλουν.
Η ΕΣΣΔ αποτέλεσε τον έτερο πόλο του μεταπολεμικού διπολικού συστήματος και το γεωπολιτικό αντίβαρο στο ευρωατλαντικό σύστημα, ενώ υπήρξε η γεωπολιτική εναλλακτική των εθνικοαπελευθερωτικών αντιαποικιακών κινημάτων ανά την υφήλιο. Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΣΣΔ θα συνεισφέρει στην επέκταση των εργασιακών δικαιωμάτων στο δυτικό ημισφαίριο. Όμως οι ιδεολογικές αγκυλώσεις της ΕΣΣΔ, η αδυναμία του παραγωγικού της μοντέλου, η καταστροφή των παραγωγικών δομών, ο βαρύς φόρος αίματος του Παγκοσμίου Πολέμου, οι εσωτερικές αντιπαλότητες στον σοσιαλιστικό κόσμο και η σινοσοβιετική ρήξη, η έλλειψη πρόσβασης σε θαλάσσιες εμπορικές οδούς, ο ολοκληρωτισμός, η επιβολή αποκλειστικά με μέσα σκληρής ισχύος και η έλλειψη μέσων ήπιας ισχύος και ελκυστικής εναλλακτικής απέναντι στο δυτικό πολιτισμικό προϊόν θα την φέρουν σε μία κατάσταση μόνιμης φθοράς, που σε συνδυασμό με την ήττα στον πόλεμο στο Αφγανιστάν, θα οδηγήσουν στην κατάρρευσή της.
Ο καπιταλισμός σήμερα
Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 και η ψηφιακή επανάσταση σηματοδοτούν την μετάβαση στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της νέας παγκοσμιοποίησης. Με την πτώση της ΕΣΣΔ οι οικονομικές ελίτ της Δύσης διατυμπάνισαν «το τέλος της ιστορίας», όπου δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στην παγκόσμια επέκταση και κυριαρχία τους. Για την ακόμα μεγαλύτερη ισχυροποίηση των οικονομικών ελίτ της Δύσης μορφοποιήθηκαν οι επιπρόσθετοι θεσμοί που δίνουν στο ευρωατλαντικό σύστημα την σημερινή του μορφή• η σύμβαση Σένγκεν, η συνθήκη του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός κυριαρχείται από πέντε χαρακτηριστικά. Πρώτο χαρακτηριστικό είναι η εδραίωση της ελεύθερης μετακίνησης κεφαλαίων και ανθρώπων. Το κεφάλαιο μετατοπίζεται στις χώρες που συντείνουν τα γεωπολιτικά του συμφέροντα, το χαμηλό κόστος εργασίας και το ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ δημιουργείται μία παγκόσμια αγορά για τα παραγόμενα προϊόντα. Ταυτόχρονα αναδύεται μία μεσοαστική τάξη, οι επαγγελματικές δεξιότητες και η επιφάνεια της οποίας της επιτρέπουν να μεταναστεύει εκεί όπου παρέχονται τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτό το μέρος της μεσοαστικής τάξης αποκτά διεθνικό χαρακτήρα και ταυτίζει τα συμφέροντά του με αυτά της οικονομικής ελίτ, αποτελώντας σταθεροποιητικό πυλώνα του συστήματος.
Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η επέκταση της πίστωσης, που καθιστά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο απολύτως κυρίαρχο, εις βάρος του παραδοσιακού παραγωγικού και εμπορικού κεφαλαίου και του κεφαλαίου ακινήτων. Η διαδικασία αυτή σε βάθος χρόνου προκαλεί τις περιβόητες «φούσκες» στην οικονομία.
Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ειδικότερα στις τεχνολογίες αιχμής. Το ψηφιακό κεφάλαιο σήμερα καταλαμβάνει εξέχουσα θέση ισχύος μετά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Τέταρτο χαρακτηριστικό είναι πως τα έθνη-κράτη της Δύσης παραχωρούν ολοένα και περισσότερες πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες στους υπερκρατικούς μηχανισμούς του ευρωατλαντικού συστήματος και σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίοι βρίσκονται μακριά από κάθε εθνικό έλεγχο.
Το πέμπτο χαρακτηριστικό αφορά το πολιτικό επίπεδο, καθώς ο δυτικός καπιταλισμός υπερβαίνει την κλασική αντίληψη για την αστική δημοκρατία και προχωρά σε ένα τεχνοκρατικό και αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης, αυτό του ολοκληρωτικού κοινοβουλευτισμού.
Κυρίαρχη ιδεολογία, υπό τον λεκτικό εξευγενισμό των «δυτικών αξιών», αναδεικνύεται η συνάρθρωση του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην οικονομία και της ατζέντας του δικαιωματισμού στα κοινωνικά θέματα, με τα οποία προωθείται η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων και η αποδόμηση των στοιχείων που αποτελούν τροχοπέδη στην επέκταση του συστήματος.
Όμως ήδη από την δεκαετία του 2000 αρχίζει να διαφαίνεται η αντίρροπη τάση στο μονοπολικό οικοδόμημα του ευρωατλαντισμού, δείχνοντας για ακόμα μία φορά πως τίποτε στην ιστορία δεν είναι νομοτελειακό. Χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα κατάφεραν να αναδυθούν ως γεωπολιτικά αντίβαρα στον ευρωατλαντισμό, καθώς οι εξελικτικές τους πορείες ήταν διαφορετικές από αυτές του δυτικού ημισφαιρίου, αφού δεν δορυφοριοποιήθηκαν από τις κατά καιρούς καπιταλιστικές μητροπόλεις της Δύσης. Σε οικονομικό επίπεδο οι χώρες αυτές υιοθέτησαν καπιταλιστικές φόρμες στην παραγωγική διαδικασία, διατηρώντας όμως τον ισχυρό παρεμβατικό ρόλο του κράτους. Βέβαια, μέρος του εγχώριου κεφαλαίου τους ταυτίζει τα συμφέροντά του με αυτά της δυτικής οικονομικής ελίτ δρώντας αποσταθεροποιητικά. Οι παραπάνω συνθήκες επέτρεψαν στην Ρωσία και την Κίνα την διατήρηση μέρους του εθνοπολιτισμικού τους υποβάθρου, σε βαθμό που απέτρεψε την απόλυτη πολιτισμική τους ομογενοποίηση με την Δύση. Η επανισχυροποίηση της Ρωσίας, η οικονομική γιγάντωση της Κίνας και ο ενισχυόμενος ρόλος κρατών όπως η Ινδία, η Βραζιλία, το Ιράν και άλλων περιφερειακών δυνάμεων, σηματοδοτούν την ανάδυση ενός νέου πολυπολικού κόσμου.
Παράλληλα η μετάβαση στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό γεννά κοινωνικοοικονομικές κρίσεις εντός της Δύσης, ενώ προκαλεί αντιδράσεις από μέρος του κεφαλαίου που πλήττεται, καθώς η ισχύς του μειώνεται με την επικράτηση του χρηματοπιστωτικού και ψηφιακού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο που παραμερίζεται από την δυναμική εξέλιξη του καπιταλισμού προσπαθεί να αντιδράσει εκφέροντας πολιτικό λόγο συντηρητικό, γεγονός που οδηγεί στην εμφάνιση πολιτικών δυνάμεων και συγκρούσεων στις χώρες του ευρωατλαντισμού, ιδιαιτέρως στις ΗΠΑ. Η τάση αυτή δεν αποτελεί δύναμη κοινωνικού μετασχηματισμού, παρά ευαγγελίζεται την επιστροφή σε προηγούμενα καπιταλιστικά στάδια, στα οποία η παραγκωνισμένη αστική τάξη είχε μεγαλύτερη ισχύ και εξουσία.
Καπιταλισμός και ιδεολογίες
Ο φιλελευθερισμός με τις διάφορες εκφάνσεις του αποτελεί από τα τέλη τον 17ο αιώνα το θεωρητικό στήριγμα του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος. Ο φιλελευθερισμός έθεσε ως ιστορικό υποκείμενο το άτομο και εξύμνησε την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, θεώρησε το έθνος ως ένα σχηματισμό που δομείται επί μιας νομικής βάσεως και το κράτος ως μία εταιρία ιδρυόμενη από τους μετόχους-πολίτες. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός επικαλείται την ανάγκη απελευθέρωσης του ατόμου από την κοινότητα, τις συλλογικές ταυτότητες και κάθε άλλου είδους περιορισμό. Αντιλαμβάνεται τον ρόλο του τελεολογικά και μεσσιανικά, καθώς θεωρεί την ιστορική εξέλιξη γραμμική, με τέλος την παγκόσμια επικράτηση του. Θεωρεί εαυτόν σύστημα βέλτιστο και ανυπέρβλητο και πως οι αξίες του έχουν ισχύ καθολική και παγκόσμια. Στον σύγχρονο φιλελευθερισμό υπάρχουν μόνο δύο θέσεις: η συμμόρφωση και η εναντίωση με τις αρχές του, γεγονός που αναδεικνύει την ολοκληρωτική μορφή που λαμβάνει στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Κατά την διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα μαζί με την φιλελεύθερη ιδεολογία αναδύθηκαν ο σοσιαλισμός και ο εθνικισμός. Ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε ως η απάντηση στο καπιταλιστικό σύστημα σε μία εποχή κοινωνικής εξαθλίωσης και έντονων ταξικών αντιθέσεων, όπου η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είχε διόδους εισχώρησης στις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Η μαρξιστική ανάλυση ανέδειξε πτυχές του καπιταλιστικού συστήματος ασκώντας κριτική στους μηχανισμούς της αγοράς, μέσω των οποίων το κεφάλαιο εκμεταλλευόταν την εργατική υπεραξία. Ο μαρξισμός έθεσε ως κύριο ιστορικό υποκείμενο την τάξη, έκανε έκκληση για μία παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση και για την κολεκτιβοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας, ενώ θεώρησε τις εθνοπολιτισμικές διαφορές τροχοπέδη για την ανθρώπινη εξέλιξη. Αντιλήφθηκε την ιστορία εξίσου γραμμικά, τις αξίες του και την ανάλυσή του θέσεις πανανθρώπινες, τον ρόλο του εξίσου μεσσιανικά και το σύστημά του ανυπέρβλητο, γεγονός που έδωσε την ολοκληρωτική μορφή στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού μετέπειτα. Η επικράτηση των σοσιαλιστικών καθεστώτων κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα σε ένα σημαντικό κομμάτι της υφηλίου κατέστησε τον σοσιαλισμό τον κυριότερο ιδεολογικό αντίπαλο του φιλελευθερισμού.
Ο εθνικισμός διατυμπάνισε πως αποτελεί την τρίτη ιδεολογία, πέραν του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Στον μεσοπόλεμο ο εθνικισμός εκφράστηκε κυρίως μέσω του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Ο φασισμός έθεσε ως κύριο ιστορικό υποκείμενο το κράτος ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός την φυλή, χωρίς να αναλύσουν και να ασκήσουν επί της ουσίας κριτική στην κοινωνικοοικονομική δομή του καπιταλισμού. Έτσι τα εθνικιστικά κινήματα του μεσοπολέμου δεν ανέτρεψαν την κοινωνική ιεραρχία, λειτουργώντας σταθεροποιητικά για τις εγχώριες αστικές τάξεις μέσω του ολοκληρωτισμού, σε μία περίοδο ευρείας κοινωνικοοικονομικής αναταραχής. Οι γεωπολιτικές στοχεύσεις των εθνικιστικών καθεστώτων και το σιγοντάρισμα του πολέμου από τις ΗΠΑ έδωσαν το έναυσμα στον καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά πολλά εθνικιστικά μορφώματα εργαλειοποιήθηκαν από το παρακράτος για την σταθεροποίηση της εξουσίας και ως στήριγμα των φιλοδυτικών δικτατοριών ανά την υφήλιο.
Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης θα αφήσουν τον φιλελευθερισμό να μονοπωλεί ιδεολογικά την υφήλιο, ενώ σήμερα βρίσκει απέναντί του κυρίως θρησκευτικά αξιακά συστήματα.
Η πολιτική σκηνή στο δυτικό ημισφαίριο σήμερα
Το πολιτικό εποικοδόμημα του καπιταλιστικού συστήματος αναδύθηκε στην Γαλλική Επανάσταση του 1789 και χωρίζεται μέχρι και σήμερα βάσει του σχήματος δεξιά-αριστερά. Το θεωρητικό θεμέλιο του πολιτικού συστήματος είναι η ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης. Η λαϊκή βούληση όμως χειραγωγείται μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, του άτυπου κοινωνικού ελέγχου και των άλλων φορέων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και ακολουθείται μόνο στην περίπτωση που συμφωνεί με τις στοχεύσεις της εξουσίας. Σε αντίθετη περίπτωση η πλειοψηφία χαρακτηρίζεται οπισθοδρομική και λαϊκιστική, ενώ γίνονται εκ νέου προσπάθειες μέσω των μηχανισμών ποδηγέτησης ώστε να συμμορφωθεί η λαϊκή θέληση με τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς. Οι απόψεις και οι πολιτικές που αποκλίνουν από την κυρίαρχη ιδεολογία στιγματίζονται κοινωνικά ενώ σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής, όπου το σύστημα λαμβάνει ολοκληρωτική μορφή, ποινικοποιούνται.
Το πολιτικό εποικοδόμημα ακολουθεί δύο πρακτικές, την εξουσιαστική και την πρακτική της ελπίδας. Η εξουσιαστική πολιτική εφαρμόζεται μέσα από δύο μεγάλα κόμματα τα οποία εναλλάσσονται στην εξουσία. Τα κυρίαρχα κυβερνητικά κόμματα, τα οποία ανήκουν συνήθως στην κεντροδεξιά και τον συντηρητισμό και την κεντροαριστερά και την σοσιαλδημοκρατία, στηρίζουν επίσημα πλήρως τον ευρωατλαντισμό και την στρατηγική του μεγάλου ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Κοινή τους πολιτική αφετηρία η πίστη στην παγκόσμια ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων, στην ιδιωτικοποίηση κάθε πτυχής της οικονομικής ζωής, στον επιτελικό ρόλο του κράτους και στην αποδόμηση κάθε εμποδίου που στέκει απέναντι στην ομογενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Οι μεταξύ τους διαφορές εντοπίζονται στην διαχείριση και στον ρυθμό εφαρμογής των ευρωατλαντικών πολιτικών και στην πελατειακή εξυπηρέτηση του εκλογικού τους κοινού. Τα κυβερνητικά κόμματα συχνά χρησιμοποιούν το δόγμα του σοκ, επικαλούμενα κάποια - υπαρκτή ή μη - εθνική, οικονομική, υγειονομική και κλιματική κρίση, ώστε ο εξουσιαστικός έλεγχος με την χρήση των νέων τεχνολογιών να γίνει ακόμα περισσότερο ασφυκτικός. Σε περιόδους κρίσης και κοινωνικών αναταραχών προβάλλεται το αφήγημα της έλλειψης εναλλακτικής, και τα κυβερνητικά κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς εναλλάσσονται στην εξουσία, εκτονώνοντας την λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η πρακτική της ελπίδας ενσαρκώνεται από την αριστερά και τα ακροδεξιά μορφώματα που λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής, προσφέροντας μία διαρκή ελπίδα αλλαγής που δεν έρχεται ποτέ. Στο αριστερό φάσμα του πολιτικού συστήματος κυρίαρχο ρεύμα είναι η ανανεωτική-αναθεωρητική αριστερά, η οποία στις σύγχρονες εκφάνσεις της εφάπτεται με την κυβερνώσα κεντροαριστερά. Η αναθεωρητική αριστερά έχοντας απεμπολήσει ως προμετωπίδα του πολιτικού της λόγου τις εργατικές διεκδικήσεις στρέφεται αποκλειστικά στον δικαιωματισμό, μέσω της προώθησης της πολιτικής των ανοικτών συνόρων και του ιδεολογήματος της ρευστότητας των φύλων. Τα πάλαι ποτέ αιτήματα του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας έχουν μετατραπεί σε ρητορική καλύτερης διαχείρισης της μετάβασης στην παγκόσμια οικονομία της αγοράς, η οποία θεωρείται ευκταία, αναγκαία και αναπόφευκτη. Οι ταυτότητες θεωρούνται ρευστά κοινωνικά εποικοδομήματα που δυσχεραίνουν την κοινωνική πρόοδο, ενώ τα λαϊκά στρώματα που τις ενστερνίζονται αντιμετωπίζονται ως οπισθοδρομικά. Σημείο ταύτισης της αναθεωρητικής αριστεράς με τον νεοφιλελευθερισμό είναι η αντίληψή του κράτους ως οντότητας εν τη γενέσει της ολοκληρωτικής, αναποτελεσματικής και ανίκανης να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Έτσι προωθείται ένας αντικρατισμός χωρίς αντικαπιταλισμό που ευνοεί το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο θέλει να επιβεβαιώσει τον παγκοσμιοποιημένο του χαρακτήρα μακριά από τα σύνορα και τις δεσμεύσεις του έθνους-κράτους.
Ο χώρος της κλασικής μαρξιστικής αριστεράς, παρά την κριτική του καπιταλιστικού συστήματος, δεν κατέστη δυνατό να δομήσει σύγχρονο πειστικό λόγο και έμεινε εγκλωβισμένος στις ιδεολογικές αγκυλώσεις και στα ολοκληρωτικά και αντιπαραγωγικά οικονομικά μοντέλα του παρελθόντος. Η κλασική μαρξιστική αριστερά αντιμετωπίζει κι' αυτή εχθρικά τις εθνικές ιδιοπρoσωπίες, καθώς τις θεωρεί καταπιεστικά κατάλοιπα της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας και της καπιταλιστικής αστικής οικονομίας, αποσυνδέοντας το εθνικό από το κοινωνικό ζήτημα. Αδυνατεί να αναλύσει τις συνθήκες που γεννώνται με την ανάδυση του πολυπολικού κόσμου, χρεώνοντας σε όλους τους κρατικούς δρώντες την ετικέτα του ιμπεριαλισμού, απομονώνοντας τα αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και κοινωνικού μετασχηματισμού από τις διεθνείς συμμαχίες, καθιστώντας τα με αυτόν τον τρόπο ακίνδυνα. Σήμερα τα κλασικά μαρξιστικά κινήματα μετασχηματίζονται κι' αυτά, ακολουθώντας μία ανανεωτική-αναθεωρητική τροχιά, ειδικότερα σε ζητήματα που αφορούν την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και το ιδεολόγημα της ρευστότητας των φύλων.
Η πρακτική της ελπίδας στο δεξί φάσμα του πολιτικού φάσματος εξυπηρετείται από τα πολιτικά κόμματα που ταυτίζουν τα εθνικά συμφέροντα με την υπεράσπιση του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος και την προσκόλληση στις δομές του ευρωατλαντισμού. Τα ακροδεξιά μορφώματα χρησιμοποιούν πατριδοκάπηλα ρητορικά σχήματα, αλλά επί της ουσίας ταυτίζονται πολιτικά με την κυβερνώσα κεντροδεξιά, από την οποία προέρχονται και στην οποία καταλήγουν. Δεν ασκούν καμία κριτική ανάλυση στο δυτικό καπιταλιστικό σύστημα, παρά υπερασπίζονται την μείωση του ρόλου του κράτους και την εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής. Προτάσσουν μία πιο ήπια προσαρμογή στα θέματα που αφορούν την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και το ιδεολόγημα της αποδόμησης των φύλων, χωρίς να αμφισβητούν την ουσία των προωθούμενων πολιτικών. Αντιτίθενται στα συλλογικά εργατικά κινήματα και στις εργατικές διεκδικήσεις, τις οποίες θεωρούν οικονομικά δυσλειτουργικές και διασπαστικές για την εθνική ενότητα.
Επίσης, την πολιτική της ελπίδας στο δεξί άκρο του πολιτικού εκκρεμούς ενσαρκώνει ο σύγχρονος εθνικισμός, ο οποίος μη έχοντας εργαλεία για την ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών και γεωπολιτικών φαινομένων, έχει ως βασικά γνωρίσματα τις απλουστεύσεις, την συνωμοσιολογία και τον ελιτισμό. Ο σύγχρονος εθνικισμός αποτελεί μία επί της ουσίας απολιτική αντίδραση απέναντι στην μετανάστευση και την αποδόμηση των φύλων, αδυνατώντας να ασκήσει κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα που αποτελεί την γενεσιουργό αιτία των φαινομένων αυτών. Γνώρισμα του εθνικιστικού χώρου ο φετιχισμός με τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου και με τα μεταπολεμικά φιλοδυτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Η έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής ανάλυσης, πρότασης και δράσης οδηγεί τις εθνικιστικές ομάδες σε έναν ακτιβισμό του δρόμου, ο οποίος συχνά καταλήγει στην βία. Ιδιαίτερα στην Ανατολική Ευρώπη ο άκαιρος αντισοβιετισμός και αντικομουνισμός εργαλειοποιούνται για την δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας και για την στρατολόγηση στις παραστρατιωτικές και μισθοφορικές ομάδες του ευρωατλαντισμού για τις επερχόμενες συγκρούσεις στην περιοχή.
Σήμερα, το πολιτικό εκκρεμές κινείται σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος εξυπηρετώντας τις ανάγκες του ευρωατλαντισμού. Η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά αποτελούν τον κυβερνητικό βραχίονα του συστήματος, υιοθετώντας τις πολιτικές που προωθούν την παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά. Ταυτόχρονα, ακροδεξιά και ακροαριστερά δρουν ως δυνάμεις σταθεροποίησης του συστήματος, αποεπαναστατικοποιώντας το λαϊκό στοιχείο. Η ακροδεξιά αποσυνδέει το εθνικό ζήτημα από τα κοινωνικά αιτήματα, απορροφάει τους κραδασμούς στα εθνικά θέματα, ταυτίζει το εθνικό συμφέρον με τον ευρωατλαντισμό, εχθρεύεται τα εργατικά δικαιώματα και προωθεί τις οικονομικές αντιλήψεις του νεοφιλελευθερισμού, θέτοντας εαυτόν απροκάλυπτα στις υπηρεσίες του ντόπιου και του ξένου κεφαλαίου. Η ακροαριστερά αποσυνδέει τα εργατικά κινήματα από το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και την προστασία της εθνικής ιδιοπροσωπίας, και τραβάει το σύστημα ένα βήμα μπροστά στην αποδόμηση των φύλων και την ελεύθερη μετακίνηση φθηνού εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Καπιταλισμός και αλλοτρίωση
Αφετηρία του καπιταλισμού είναι η παντί τρόπω επιδίωξη αύξησης του κέρδους μέσω της κατανάλωσης και η επέκταση των μηχανισμών της αγοράς. Τούτος ο μονοσήμαντος προσδιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνικής συνύπαρξης υπήρξε το έδαφος της αλλοτριωτικής επίδρασης του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος.
Τι είναι όμως αλλοτρίωση; Αλλοτρίωση είναι η κοινωνική διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος επηρεαζόμενος από το εξουσιαστικό πλαίσιο και τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες αποξενώνεται από τον ίδιο του τον εαυτό και μετατρέπεται σε κάτι άλλο από αυτό που είναι, ενώ απομονώνεται από τον συνάνθρωπό του, τον κοινωνικό του περίγυρο και αντιλαμβάνεται χρησιμοθηρικά το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.
Αναμφίβολα λοιπόν η επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής τους τελευταίους αιώνες ελευθέρωσε παραγωγικές δυνάμεις οι οποίες οδήγησαν στην ανάπτυξη της καινοτομίας, την αύξηση της παραγωγικότητας και την πρωτοφανή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Όμως η ατέρμονη διαδικασία αύξησης των κερδών και επέκτασης της εξουσίας μέσω της εγκαθίδρυσης της παγκόσμιας αγοράς συνθλίβει όποιον βρίσκεται στο πέρασμά της, ισοπεδώνοντας τα εργασιακά δικαιώματα και αλλοτριώνοντας την ανθρώπινη υπόσταση, το φύλο, την οικογένεια και τις εθνικές ταυτότητες.
Καπιταλισμός και άτομο
Η επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σηματοδότησε την εμπορευματοποίηση των εργασιακών σχέσεων μέσω της μισθωτής εργασίας, γεγονός κομβικό καθώς η εργασία εκτός από μέσο επιβίωσης αποτελεί και φορέα διαμόρφωσης της προσωπικότητας. Η μισθωτή εργασία και η προτεσταντική εργασιακή ηθική σε συνδυασμό με την βιομηχανική επανάσταση δημιούργησαν ένα κυκλικό φαινόμενο, προσφέροντας έναν μεγάλο όγκο καταναλωτικών αγαθών που συνέβαλε στην κατακόρυφη αύξηση της ευημερίας, το οποίο είχε ως αναγκαία συνθήκη την συνεχή αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης για την μεγιστοποίηση των κερδών. Η συνεχής αύξηση της παραγωγής εδραιώθηκε στον καταμερισμό της εργασίας και την μηχανοποίηση. Κέντρο της ύπαρξης κατέστη το κέρδος, το οποίο μεταφράστηκε στην εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ζωής, με την οικονομικά προσοδοφόρα ανταλλαγή των γνώσεων, των ικανοτήτων και των συναισθημάτων, δηλαδή του ίδιου του εαυτού του ανθρώπου. Ο καταναλωτισμός αποτέλεσε την κυρίαρχη ιδεολογία ταυτιζόμενος με την ευτυχία, ή ορθότερα με την ηδονή.
Ο καταμερισμός και η μηχανοποίηση της εργασίας οδήγησαν στην αποξένωση του παραγωγού από την ίδια του την δραστηριότητα και στην αντίληψη της ζωής ως μίας διαδικασίας αλγοριθμικής. Ο χρόνος πλέον δεν βιώνεται, αλλά καταναλώνεται. Η πραγμάτωση και η αναζήτηση της ευτυχίας μέσω του πλουτισμού και της κατανάλωσης άφησε εκτός έναν ολόκληρο κόσμο ανθρώπινων βιωμάτων, ο οποίος βρίσκεται έξω από τις οικονομικές διεργασίες της εμπορευματοποιημένης οικονομίας. Η εμμονή στην κατανάλωση και στην ολοκλήρωση αποκλειστικά μέσω της εργασίας στέρησε την δυνατότητα να διοχετευτούν δημιουργικές δυνάμεις σε άλλες κοινωνικές και πολιτισμικές δραστηριότητες που πραγματώνουν την ανθρώπινη υπόσταση. Η σκέψη, η επιστήμη και η τέχνη εγκλωβίστηκαν και αυτές στην χρησιμοθηρική εμπορική αντίληψη. Η χρησιμοθηρική αντίληψη πέρασε και στην διαχείριση του φυσικού πλούτου με την κατασπατάληση και την εξάντληση των φυσικών πόρων, την αλλοίωση του περιβάλλοντος και τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, τα οποία αποτελούν μερικά μόνο από τα συμπτώματα της λογικής της μεγιστοποίησης των κερδών.
Ο άνθρωπος έγινε αντιληπτός ως άτομο, μία αντικειμενική ποσοτική ιδεολογική κατηγορία, μία μονάδα του είδους, το οποίο σήμανε την άρνηση της ετερότητας. Το άτομο συμμορφώθηκε πλήρως με τις κοινωνικές νόρμες, τις επιταγές της μόδας και την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία προκειμένου να γίνει κοινωνικά αποδεκτός, χάνοντας την ιδιοπροσωπία του. Η ελευθερία ορίστηκε μονοσήμαντα ως η αγορά, η κατανάλωση, η απρόσκοπτη διακίνηση εμπορευμάτων, υπηρεσιών και αγαθών, δηλαδή η ελευθερία να υπάρχεις με τον τρόπο που ορίζει η κοινωνική μηχανική του καπιταλισμού. Αυτή η αντίληψη οδήγησε σε ένα είδος σύγχρονης δουλείας, υποτάσσοντας τον άνθρωπο στα προϊόντα της δράσης του: το χρήμα, την αγορά και το κράτος.
Το άτομο εγκλωβίστηκε στην υποτιθέμενη οντολογική του αυτάρκεια, θέτοντας τον εαυτό του ναρκισσιστικά στο επίκεντρο. Οι σχέσεις μετατράπηκαν σε εξουσιαστικές απρόσωπες συναλλαγές, γεννώντας την κοινωνική απάθεια, την αίσθηση αποσύνδεσης με οποιαδήποτε οικογενειακή, εργασιακή και εθνική συλλογικότητα, η οποία θεωρείται επίπλαστη. Ολόκληρη η κοινωνία έγινε αντιληπτή ως μια πληθυσμιακή συσσώρευση ιδιωτών χωρίς κανένα δεσμό, με υπέρτατο σκοπό την κατανάλωση, που τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών βρίσκονται σε μόνιμη αντιπαράθεση, η οποία διακανονίζεται μέσω του κράτους.
Οι τόποι κατοικίας, οι τόποι εργασίας, οι τόποι κοινωνικής συναναστροφής και πολιτικής δραστηριότητας αποεδαφικοποιήθηκαν, έγιναν αδιάφοροι και ξένοι, αποσυνδέθηκαν μεταξύ τους. Τα οικιστικά τοπία αποτέλεσαν αρχιτεκτονικά μπρουταλιστικά τερατουργήματα, αντανακλώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, καθώς οι πολίτες αντιμετωπίστηκαν ως απλοί μισθωτοί εργάτες – γρανάζια στην διαδικασία συσσώρευσης πλούτου, οι οποίοι διαμένουν σε άμορφα απάνθρωπα γκρίζα τοπία, τα οποία τους αποκόβουν από την καθημερινή επαφή με ένα σημαντικό μέρος της ταυτότητας τους• την αρχιτεκτονική τους παράδοση. Τα σύγχρονα αστικά οικιστικά τοπία μείωσαν την ποιότητα ζωής, με την έλλειψη χώρων πρασίνου, αναψυχής, στάθμευσης, πεζοδρόμων και Μέσων Μαζικής Συγκοινωνίας για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, ενώ οδήγησαν σε τεράστια σπατάλη χρόνου στην καθημερινότητα λόγω των μετακινήσεων.
Καπιταλισμός, φύλο και οικογένεια
Καθώς ο καπιταλισμός έσπασε τις παλιές φεουδαλικές δομές, η νέα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αναμόρφωσε τους ρόλους των φύλων. Ενώ στην φεουδαρχική κοινωνία η παραγωγή λάμβανε χώρα εντός και εκτός της οικίας, στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής τα εμπορεύματα που παράγονταν εκτός σπιτιού μέσω της μισθωτικής εργασίας απέκτησαν κυρίαρχο ρόλο. Έτσι, στα πρώτα στάδια του καπιταλισμού η γυναίκα βρέθηκε σε μειονεκτική θέση, καθώς τέθηκε εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ δεν της αναγνωρίστηκαν πολιτικά, αστικά και οικονομικά δικαιώματα. Ειδικότερα στα λαϊκά στρώματα η οικονομική δυσπραγία ήταν τεράστια αφού ο πενιχρός μισθός του εργάτη δεν ήταν δυνατό να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια, ενώ η γυναίκα παράλληλα με την μισθωτή εργασία ήταν εξ' ολοκλήρου επιφορτισμένη με τον τεράστιο φόρτο των οικιακών εργασιών. Τα κινήματα, οι γεωπολιτικές αντιπαλότητες, η τεχνολογική ανάπτυξη των οικιακών συσκευών και η ανάγκη του καπιταλισμού για την ενσωμάτωση του συνόλου του πληθυσμού στην παραγωγή και την κατανάλωση οδήγησαν στην σταδιακή απόκτηση ισότιμων πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων.
Στο πέρασμά του το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής καθώς εμπορευματοποίησε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, αντικειμενοποίησε και το ανθρώπινο σώμα. Ο ηδονισμός και η αποκλειστικά σεξουαλικοκεντρική αντίληψη των σχέσεων των δύο φύλων που επικράτησαν στα μεταγενέστερα ιστορικά στάδια του καπιταλισμού δημιούργησαν το πρώτο ρήγμα στην οικογένεια. Η κυρίαρχη ιδεολογία θεώρησε τις σχέσεις των φύλων εν τη γενέσει τους συγκρουσιακές. Έτσι, οι οικογενειακές σχέσεις γίνανε αντιληπτές ως σχέσεις ρήξης, καταπίεσης, αντιπαράθεσης, εγωιστικής επιβολής και υποταγής του ενός φύλου στο άλλο.
Η αποδόμηση της οικογένειας και των ρόλων της μητέρας και του πατέρα σήμανε την άρνηση της βιολογικής βάσης πάνω στην οποία εδράζεται η ανθρώπινη αναπαραγωγή και κοινωνικοποίηση. Άμεση συνέπεια η αύξηση της υπογεννητικότητας, το οποίο σήμανε την μείωση των υποχρεώσεων πρόνοιας της εργοδοσίας και του κράτους απέναντι στις οικογένειες, τις μητέρες και τα παιδιά. Η κερδοφορία για το κεφάλαιο αυξήθηκε έτι περαιτέρω καθώς η εργασία-καριέρα και η κατανάλωση ήρθαν στο επίκεντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, φέρνοντας στο νου τις καλβινιστικές απαρχές του καπιταλισμού. Η επιλεγείσα λύση στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας που προκάλεσε το ίδιο σύστημα ήταν η μαζική είσοδος μεταναστών, η οποία συγκράτησε/μείωσε το μισθολογικό και το μη-μισθολογικό κόστος, μέσω της εισόδου στην αγορά εργασίας φθηνού ανασφάλιστου εργατικού δυναμικού. Όμως καθώς ο πληθυσμός των παλαιότερων μεταναστών εσωτερικεύει την κυρίαρχη ιδεολογία οδηγείται με την σειρά του και αυτός στην υπογεννητικότητα. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη για ολοένα μεγαλύτερο αριθμό νέων μεταναστών. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ακόμα μία πτυχή της προβληματικής φύσης του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος, καθώς για την επιβίωσή του απαιτούνται συνεχώς νέοι πληθυσμοί με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, οι οποίοι δεν έχουν εσωτερικεύσει την κυρίαρχη δυτική ιδεολογία και δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογεννητικότητας.
Σήμερα η κυρίαρχη ιδεολογία ενσωματώνει μισογυνικές απόψεις περί ρευστότητας του φύλου, με τις οποίες το γυναικείο φύλο αντιμετωπίζεται ως ένα απλό ένδυμα-κοστούμι, απογυμνωμένο από την βιολογική του αλήθεια. Η αποδόμηση της πρωτογενούς έννοιας του φύλου, ακόμα και από την παιδική ηλικία, καθιστά αδύνατη την διαμόρφωση οποιασδήποτε μετέπειτα ταυτότητας, και συμβάλει στην αποδιοργάνωση κάθε έννοιας συλλογικότητας - οικογενειακής, εργατικής ή εθνικής - που θα μπορούσε να προκαλέσει κραδασμούς στο σύστημα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως και η προβαλλόμενη ως αντίθεση στην κυρίαρχη ιδεολογία υιοθετεί ανδρικά και γυναικεία τοξικά πρότυπα, τα οποία διαιωνίζουν το ιδεολόγημα της σύγκρουσης των φύλων και εχθρεύονται εξ' ίσου την οικογένεια.
Καπιταλισμός και έθνος
Η επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής οδήγησε στην ανάδυση της αστικής τάξης, γεγονός που συνέβαλε στο ξέσπασμα των εθνικών επαναστάσεων. Όμως το υποδεέστερο στάδιο ανάπτυξης των νεοσυσταθέντων κρατών σηματοδότησε την αρχή μίας μακράς περιόδου παρεμβάσεων και ελέγχου τους από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Η ισχύς και οι βαθμοί ανεξαρτησίας των νέων κρατών τέθηκαν εξ' αρχής εν αμφιβόλω, καθώς οι μητροπόλεις επιβλήθηκαν οικονομικά, πολιτικά, και πολιτισμικά υπό τον λεκτικό εξευγενισμό των «εγγυητριών δυνάμεων».
Ο εξωτερικός δανεισμός και η επιλεκτική χρηματοδότηση οδήγησαν στην ανάδειξη των κατά τόπους αστικών τάξεων που βρίσκονταν σε σχέσεις πλήρους εξάρτησης από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Οι κατά τόπους αστικές τάξεις με την σειρά τους, έχοντας αναλάβει την εξουσία, ανέδειξαν πολιτικό προσωπικό στον ρόλο του τοποτηρητή των συμφερόντων τους, υπό την υψηλή επιστασία των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Βαθμηδόν ο έλεγχος και οι άμεσες παρεμβάσεις των μητροπόλεων λάμβαναν θεσμικό προσωπείο μέσω των διεθνών οργανισμών, ενώ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά την πτώση του γεωπολιτικού αντιβάρου της Σοβιετικής Ένωσης τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη θα απωλέσουν κάθε πυλώνα νομοθετικής, νομισματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ανεξαρτησίας τους. Η δημιουργία μίας παγκόσμιας αγοράς οδηγεί τα κράτη στην παραχώρηση ολοένα και περισσότερων αρμοδιοτήτων στους θεσμούς του ευρωατλαντισμού, ενώ τα ίδια διαδραματίζουν έναν επιτελικό-διεκπεραιωτικό ρόλο εκτέλεσης και τήρησης των πολιτικών που αποφασίζονται κεντρικά.
Σε πολιτισμικό επίπεδο το έθνος υπό τον καπιταλισμό έγινε νοητό ως ένας πολιτικός σχηματισμός εδραζόμενος επί μίας νομοθετικής βάσεως. Το κράτος έγινε αντιληπτό ως μία επιχείρηση που ιδρύεται με το κοινωνικό συμβόλαιο των μετόχων-πολιτών, ένας κοινός χώρος οικονομικής δραστηριότητας που ευνοεί και προσελκύει επενδύσεις. Έτσι, η ανάδυση του έθνους- κράτους οδήγησε στην πρώτη ενιαία αγορά, η οποία ομογενοποίησε τις τοπικές ιδιαιτερότητες, τα διαφορετικά έθιμα και τις ντοπιολαλιές υπό την σκέπη μίας ενιαίας εθνικής ταυτότητας.
Η βαθμιαία διεθνοποίηση του καπιταλισμού συνεπάγεται μία δεύτερη ομογενοποίηση, παγκόσμια αυτή την φορά. Τα έθνη-κράτη μέσα στα οποία στέριωσε κάποτε ο καπιταλισμός αποτελούν πλέον εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη του. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες παραγκωνίζονται και αντιμετωπίζονται ως αναχρονιστικά κατάλοιπα. Στα έθνη της ημι-περιφέρειας και της περιφέρειας επιβάλλεται η αντίληψη ότι η ταυτότητα τους είναι ένα οπισθοδρομικό απολίθωμα και οι λαοί καλούνται να μιμηθούν τον τρόπο ζωής και ύπαρξης των «πεφωτισμένων εθνών» των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Έτσι συνέβη το όχι και τόσο παράδοξο η πολυπόθητη εθνική απελευθέρωση και η δημιουργία των εθνών-κρατών να οδηγήσει τελικά στην αλλοτρίωση της εθνικής ταυτότητας και στην πολιτισμική ομογενοποίηση.
Η ισοπέδωση και η ομογενοποίηση κάθε εναπομείνασας εθνικής διαφορετικότητας και η εξάλειψη των συνόρων που αποτελούν τροχοπέδη στην δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς ολοκληρώνεται με την μεταβολή της πληθυσμιακής σύστασης μέσω της εργαλειοποίησης/ πρόσκλησης μεταναστευτικών ρευμάτων. Έτσι οι πατρίδες μεταβάλλονται σε έναν ενιαίο χώρο ελεύθερης κίνησης ανθρώπων και κεφαλαίων και προσέλκυσης επενδύσεων, για την μεγιστοποίηση των κερδών και την απεμπόληση κάθε αιτήματος εθνικής ανεξαρτησίας.
ΜΕΡΟΣ Β'
Για Μία Νέα Πολιτική Πρόταση
Οι συνθήκες για την ανάδυση μίας νέας πολιτικής πρότασης
Υπάρχει σήμερα χώρος για μία νέα πολιτική πρόταση, η οποία θα διαχυθεί στην κοινωνία και θα σταθεί απέναντι στην αλλοτρίωση και στην υποχώρηση των εργασιακών κεκτημένων;
Η ανάδυση μίας νέας πολιτικής πρότασης ευδοκιμεί όταν το επιτρέπουν οι κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και διεθνείς συνθήκες. Σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο η διεθνοποίηση του μεγάλου κεφαλαίου της Δύσης γεννά νέες κρίσεις. Η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων κατεδαφίζει εθνικές συλλογικότητες και εργατικά κεκτημένα, φτωχοποιώντας τα ευρεία κοινωνικά στρώματα, τα οποία όμως παράλληλα προβάλλουν βαθμούς αντίστασης.
Σε πολιτικό επίπεδο, καθώς το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος στο δυτικό ημισφαίριο υπηρετεί τις βασικές πτυχές ή εξ' ολοκλήρου τις ευρωατλαντικές πολιτικές, αναδεικνύεται το κενό για την γέννηση μίας πρότασης που θα συνταιριάζει το εθνικό και το κοινωνικό ζήτημα.
Σε διεθνές επίπεδο η αποδυνάμωση του ευρωατλαντισμού και η ανάδυση του πολυπολικού κόσμου δίνει την δυνατότητα απεξάρτησης και χάραξης νέων πολιτικών πολυμερούς συνεργασίας. Η πολυπαραγοντική διεθνής πολιτική δίνει την δυνατότητα οικονομικού, πολιτισμικού και πολιτικού απεγκλωβισμού της ημι-περιφέρειας και της περιφέρειας από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Συνεπώς σήμερα φαίνεται να ευδοκιμούν οι συνθήκες που επιτρέπουν την ανάδυση μίας πολιτικής πρότασης που θα φέρει στο επίκεντρο τον αγώνα για ελεύθερους λαούς σε πατρίδες ελεύθερες.
Για μία συνθετική προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων
Θεμέλια λίθος μίας νέας πολιτικής πρότασης είναι ο απεγκλωβισμός από τις γραμμικές τελεολογικές αναλύσεις και θεωρίες, οι οποίες γεννούν πολιτικές προτάσεις βασιζόμενες σε μονοδιάστατες αναγνώσεις των κοινωνικοοικονομικών και ιστορικών ζητημάτων, διεκδικώντας παράλληλα δάφνες απόλυτης αλήθειας που δεν επιδέχονται αναθεώρησης. Μία νέα πολιτική πρόταση, οφείλει να έχει ως αφετηρία ένα νέο συνθετικό σχήμα για την ανάλυση και την ερμηνεία των ιστορικών και των κοινωνικών φαινομένων, χωρίς να απορρίπτει μηδενιστικά κάθε συμβολή άλλων θεωριών στην επιστημονική σκέψη και την κοινωνική εξέλιξη. Ένα νέο συνθετικό σχήμα με το οποίο:
- Τα κοινωνικά φαινόμενα προσεγγίζονται διεπιστημονικά, με σύνθετες αναζητήσεις μέσω της Πολιτικής Επιστήμης, της Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας, των Θετικών Επιστημών, της Νομικής. Το ερμηνευτικό σχήμα δεν είναι στατικό, μα συνεχώς εμπλουτίζεται βάσει της επιστημονικής εξέλιξης και της διαλεκτικής.
- Τα κοινωνικά φαινόμενα προσεγγίζονται βάσει της ιστορικότητας τους. Τα κοινωνικά φαινόμενα εξελίσσονται στο χρόνο, δεν είναι αμετάβλητα ή υπεριστορικά.
- Τα κοινωνικά φαινόμενα προσεγγίζονται βάσει της ιδιομορφίας τους. Τα κοινωνικά φαινόμενα εξελίσσονται σε έναν δεδομένο χώρο, εντός της γενικότερης κίνησης της ιστορίας.
- Τα κοινωνικά φαινόμενα προσεγγίζονται βάσει της ενδεχομενικότητας. Τα κοινωνικά φαινόμενα εξελίσσονται μέσα από τον συνδυασμό των κοινωνικών δομών και των ανθρώπινων δράσεων, δηλαδή βάσει της σχέσης αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα, όχι βάσει κάποιων θεωρητικών νομοτελειών.
Η ανάγνωση και ανάλυση των ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων και η γέννηση πολιτικών προτάσεων λαμβάνει υπόψη τους κύριους πυλώνες που παράγουν και παράγονται από την κοινωνική δράση του ανθρώπου: α) το διαφορετικό εθνοπολιτισμικό υπόβαθρο, β) την κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, γ) την εξέλιξη του διανοητικού στοχασμού, δ) την γεωπολιτική και γεωοικονομική κίνηση, και ε) την πολιτειακή συγκρότηση. Τα παραπάνω διακριτά επίπεδα κινούνται τόσο στην σφαίρα των ιδεών και των θεσμών όσο και στην σφαίρα της υλικής βάσης, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους και σχηματίζοντας την πραγματικότητα και την κοινωνική εξέλιξη. Κανένα από τα παραπάνω επίπεδα δεν καταλαμβάνει αξιωματικά την θέση της δεσπόζουσας δομής, αλλά σε μία δεδομένη ιστορική και κοινωνική συνθήκη κάποια επίπεδα μπορεί να επικαθορίζουν τα υπόλοιπα.
Πρόσωπο, οικογένεια, εθνική ιδιοπροσωπία
Στο κέντρο της νέας συνθετικής πολιτικής πρότασης τίθεται το πρόσωπο. Το πρόσωπο δεν ταυτίζεται με το άτομο, ούτε είναι μία μονάδα που απλουστευτικά αθροίζεται σε κάποια ευρύτερη ταξική ή εθνική συλλογικότητα. Οι κατακτήσεις του ατόμου απέναντι στον ολοκληρωτισμό της συλλογικότητας και του κράτους και η ανάγκη του για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου δεν μηδενίζονται. Όμως το πρόσωπο είναι η ευρύτερη ολιστική αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία ολοκληρώνεται μέσω της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής του ύπαρξης. Το πρόσωπο είναι ανοικτό στην σχέση με τους άλλους, καθώς μέσω των σχέσεων φανερώνεται η ιδιαιτερότητα της υπόστασης του καθενός, πέρα από τα ποιοτικά και ποσοτικά μορφολογικά χαρακτηριστικά που κατηγοριοποιούν το άτομο. Το πρόσωπο είναι ο τρόπος ύπαρξης και ολοκλήρωσης ως ενεργό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό υποκείμενο, πέραν της μονοσήμαντης εμπορευματοποίησης του εαυτού και κάθε πτυχής της ζωής.
Η επανανοηματοδότηση της οικογένειας τίθεται στο επίκεντρο, καθώς εκτός από το κύτταρο βιολογικής επιβίωσης της κοινωνίας, αποτελεί αυτή την πρωταρχική συλλογικότητα που μαθαίνονται οι σχέσεις. Διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και διαφορετικά εθνοπολιτισμικά περιβάλλοντα δομούν διαφορετικές αντιλήψεις για τον ρόλο των φύλων και της οικογένειας. Στις δεδομένες ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ο ρόλος των φύλων και της οικογένειας καλείται να συγκροτηθεί γύρω από τις υπαρκτές βιολογικές διαφορές, έχοντας ως βάση την συνεργασία και την αλληλεγγύη, μία σχέση συμπληρωματική, όχι ανταγωνιστική, όχι εξουσιαστική. Η οικογένεια στέκει απέναντι στην σεξουαλικοκεντρική εμπορευματοποιημένη αντίληψη της ανθρώπινης υπόστασης και την αντικειμενοποίηση του ανθρωπίνου σώματος. Αποτελεί δικαίωμα και το κοινωνικό θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται η ατομική και η συλλογική ιδιοπροσωπία.
Η συλλογική ιδιοπροσωπία εκφράζεται μέσω της ανθρώπινης πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Διαφορετικοί λαοί υπό διαφορετικές γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες γεννούν διαφορετικούς πολιτισμούς και διαφορετικά αξιακά συστήματα. Η λαϊκή παράδοση, τα λαϊκά ήθη και έθιμα είναι η ιστορική εκδήλωση αυτής της εθνικής ιδιαιτερότητας. Όμως η εθνική ιδιοπροσωπία δεν είναι στοιχείο στατικό, ξεκομμένο από την οργανικότητα και τις συνθήκες που την γέννησαν, παρότι δύναται να περιέχει νεκρά στοιχεία παλαιότερων ιστορικών πλαισίων μέσα στα οποία αναπτύχθηκε. Δεν είναι ένα κατάλοιπο που πρέπει να αναβιώσει εν' ονόματι ενός εθνικού ναρκισσισμού, ούτε είναι η άρνηση της τεχνολογικής εξέλιξης εν' ονόματι ενός απολεσθέντος παραδείσου.
Η εθνική ιδιοπροσωπία είναι στοιχείο δυναμικό, δομείται και μετασχηματίζεται βάσει των αναγκών και των δεδομένων συνθηκών. Αντανακλά την ανάγκη των λαών να υπάρξουν με τον δικό τους τρόπο μέσα στις διαφορετικές ιστορικοπολιτισμικές, γεωγραφικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στις οποίες ζουν. Χωρίς να παραβλέπονται οι αρνητικές πτυχές που δύναται να περιέχει λόγω του εξουσιαστικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, η εθνική ιδιοπροσωπία αποτελεί την «από τα κάτω» λαϊκή έκφραση. Είναι ο τρόπος που οι λαοί αντιλαμβάνονται την ιστορία τους, το πεπρωμένο τους, είναι ο τρόπος που ζούνε και τραγουδάνε τον πόνο, τις αγωνίες και την καθημερινότητά τους, είναι ο τρόπος που εκφράζονται οι πόθοι τους. Είναι το δικαίωμα κάθε λαού να σκέπτεται και να πράττει με τον τρόπο που καθορίζει ο ίδιος. Είναι το πλαίσιο σχέσεων στο οποίο εκδηλώνεται και το οποίο εν συνεχεία διαμορφώνει η πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική δράση του προσώπου.
Μία νέα συνθετική πολιτική πρόταση λοιπόν καλείται να συνδυάσει την βουτιά στην 4η βιομηχανική επανάσταση με το αίτημα του σχηματισμού μίας κοινωνίας προσώπων∙ όχι μεμονωμένων ατόμων ή άμορφων αναλογικοτήτων. Καλείται να συνταιριάσει το δικαίωμα κάθε λαού να αναπτυχθεί αυτόνομα και ελεύθερα στην ελεύθερη πατρίδα του, απολαμβάνοντας τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης. Τα προτάγματα αυτά αποτελούν τον πραγματικό σεβασμό στην διαφορετικότητα, στην πολυμέρεια των κοινωνιών και στην ποικιλομορφία των πολιτισμών και βρίσκονται στον αντίποδα της ισοπεδωτικής ομογενοποίησης και της πολιτισμικής αλλοτρίωσης.
Κοινωνικός μετασχηματισμός
Τα θεμέλια της κοινωνικοοικονομικής βάσης που θα επιτρέψουν την επανανοηματοδότηση της ύπαρξης από τους αλλοτριωτικούς καταναγκασμούς και την συμμετοχή των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης τίθενται με τον μετασχηματισμό των υλικών συνθηκών, των δομών και των ιδεών που συνθέτουν το σημερινό κοινωνικό status quo. Ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που ανατρέπει τις ακραίες κοινωνικές αντιθέσεις και την εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ζωής, απεγκλωβίζοντας τους θεσμούς χάραξης πολιτικής από τον έλεγχο του μεγάλου εγχώριου και ξένου κεφαλαίου. Ένας κοινωνικός μετασχηματισμός που βασίζεται στην συνθετική αντίληψη των κοινωνικοοικονομικών ζητημάτων.
Αφετηρία του κοινωνικού μετασχηματισμού είναι η επανίδρυση του κράτους ως πολιτείας που διαρρηγνύει τις σχέσεις εξάρτησης με τις μητροπόλεις και το εγχώριο κεφάλαιο, εξυπηρετώντας τα ευρύτερα κοινωνικά και εθνικά συμφέροντα. Η πολιτεία κατακτά την εθνική ανεξαρτησία και την δυνατότητα χάραξης εθνικής στρατηγικής ελέγχοντας τους πυλώνες οικονομικής, νομισματικής, τραπεζικής, νομοθετικής, στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας που έχουν εκχωρηθεί στους υπερεθνικούς οργανισμούς και κοινωνικοποιεί τον έλεγχο των στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός εφοδιασμένος με τους απαραίτητους βαθμούς ανεξαρτησίας συντονίζει το ανθρώπινο δυναμικό και τα μέσα παραγωγής με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και την διασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας, χωρίς να πνίγει την οικονομική πρωτοβουλία. Η σύγχρονη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί με την ισόρροπη ανάπτυξη των τριών τομέων της οικονομικής δραστηριότητας με μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον, την προώθηση καινοτόμων δραστηριοτήτων και συνεργατικών πρωτοβουλιών, ιδιαιτέρως αυτών που άπτονται της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Παράλληλα προωθείται – όπου αυτό είναι δυνατό – η ενοποίηση παράγωγης και κατανάλωσης, με την αποφυγή της εμπορικής διαμεσολάβησης με την χρήση του διαδικτύου.
Οι πολιτειακοί θεσμοί διαμορφώνονται ώστε να διασφαλίζεται η αξιοκρατία, η οποία βασίζεται στην κοινωνική κινητικότητα και το κράτους δικαίου. Απαραίτητο στοιχείο η κωδικοποίηση της νομοθεσίας, ο πλήρης εκσυγχρονισμός των λειτουργιών του δημοσίου τομέα και η ρήξη με τις κλειστές συντεχνιακές δομές και την γραφειοκρατία. Η εργασία αναδεικνύεται σε πρωταρχική αξία. Διασφαλίζονται πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, με την συμμετοχή των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στα οφέλη της οικονομικής ευημερίας.
Δημιουργείται ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα προστασίας ανέργων και επανένταξης στους χώρους εργασίας, που περιλαμβάνει την πλήρη αποεμπορευματοποίηση των βασικών αναγκών, την παροχή εκπαιδευτικών προγραμμάτων επανακατάρτισης που συνυπολογίζουν την κλίση εκάστου και την διατήρηση της ψυχολογικής, οικογενειακής και κοινωνικής ισορροπίας του ανέργου. Η πολιτεία εγγυάται σε όλους τους πολίτες την πρόσβαση στο καθολικό, ενιαίο, δωρεάν και σύγχρονο σύστημα Υγείας και Πρόνοιας, όπου δίνεται έμφαση στην ολιστική ιατρική και την πρόληψη. Η πολιτεία εγγυάται σε όλους τους πολίτες την δωρεάν πρόσβαση στην προσχολική αγωγή και στην δωδεκάχρονη εκπαίδευση, τις μεταλυκειακές επαγγελματικές σχολές και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Έμφαση δίνεται στην ολόπλευρη σωματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξη, ανιχνεύεται η κλίση εκάστου, αναπτύσσονται τα ταλέντα του, και μέσω του επαγγελματικού προσανατολισμού κατευθύνεται προς σπουδές και επαγγέλματα που συμβαδίζουν με την κλίση και τα ενδιαφέροντά του.
Οι δραστηριότητες που αφορούν τον Πολιτισμό και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αντιμετωπίζονται ως κοινωνικές υπηρεσίες και συνεπικουρούνται από τον κοινωνικό έλεγχο, στοχεύοντας στην πολύπλευρη ολοκλήρωση του ανθρώπου, σε προσωπικό, οικογενειακό και συλλογικό επίπεδο. Αναπτύσσονται νέα καταναλωτικά πρότυπα, μακριά από τις τεχνηέντως συνεχώς αυξημένες ανάγκες που καθορίζουν την παραγωγή και απομυζούν τον πλούτο που δημιουργήθηκε με την εργασία, ενώ παράλληλα μετατρέπουν τους πολίτες σε παθητικούς καταναλωτές αχρείαστων προϊόντων και υπηρεσιών. Η τέχνη και η επιστήμη αναπτύσσονται μακριά από την αποκλειστικά εμπορευματοποιημένη αντίληψη. Η τεχνολογία δεν αποτελεί εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και εξουσιασμού, αλλά συμβάλλει στην βελτίωση της παραγωγικότητας, στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, στην βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και την άμεση και ταχύτατη εξυπηρέτηση των πολιτών.
Προωθείται η επανακατοίκηση της περιφέρειας, πολιτική απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια, την πλήρη ανάπτυξη των κατά τόπους παραγωγικών πλεονεκτημάτων και την παροχή ποιοτικών συνθηκών διαβίωσης στους πολίτες μέσω της αποκέντρωσης. Αποκεντρώνονται τα θεσμικά εργαλεία της πολιτείας, ενδυναμώνεται η τοπική αυτοδιοίκηση, προωθούνται οι επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, παρέχονται κίνητρα για οικονομική δραστηριοποίηση στην περιφέρεια και προσφέρονται υπηρεσίες εφάμιλλες με αυτές των μεγάλων αστικών κέντρων. Η χρήση των τεχνολογιών της εξ' αποστάσεως εργασίας και εκπαίδευσης αποτελούν ένα επιπλέον εργαλείο ενίσχυσης της επανακατοίκησης της περιφέρειας. Τα οικιστικά τοπία σταδιακά αναμορφώνονται με απαλλοτρίωση περιοχών για την δημιουργία χώρων πρασίνου, στάθμευσης, θεματικών πάρκων και πεζοδρόμων. Καθιερώνονται αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά πρότυπα που αντανακλούν την οικιστική ταυτότητα κάθε περιοχής.
Ο εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός καλείται να αντιμετωπίσει το κυριότερο εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα, την υπογεννητικότητα. Η αλλαγή πολιτισμικών προτύπων σε συνδυασμό με μία σειρά άλλων μέτρων, όπως, η πλήρη προστασία της εργαζόμενης μητέρας με την παροχή αδειών κύησης, τοκετού και λοχείας, οι άδειες τέκνων και για τους δύο γονείς, οι φορολογικές ελαφρύνσεις, τα άτοκα στεγαστικά δάνεια, και οι δωρεάν βρεφονηπιακοί σταθμοί, αποτελούν τις αφετηριακές πολιτικές για την αναστροφή της γηρασμένης ηλικιακής πυραμίδας. Η λύση των προβλημάτων της υπογεννητικότητας και της ανεργίας αποτελούν τους θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους δομείται ένα νέο ενιαίο συνταξιοδοτικό σύστημα που επιτρέπει την μείωση των ορίων συνταξιοδότησης και το οποίο βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών και διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση των συνταξιούχων και των πολιτών που λαμβάνουν αναπηρική ή κοινωνική σύνταξη.
Ένας νέος πολυπολικός κόσμος
Αναγκαία συνθήκη για να μπορέσουν να ευδοκιμήσουν οι μετασχηματιστικές διαδικασίες είναι η διαμόρφωση ενός διεθνούς περιβάλλοντος όπου οι λαοί θα μπορέσουν να αναπτυχθούν ελεύθερα στην ελεύθερη πατρίδα τους, απεγκλωβιζόμενοι από τα δεσμά της πλήρους εξάρτησης από την μητρόπολη. Σήμερα στον νέο πολυπολικό κόσμο που αναδύεται κάθε λαός και κάθε πολιτισμός έχει την δυνατότητα να υπάρξει με τον δικό του τρόπο και να αναπτύξει εκείνες τις διεθνείς σχέσεις που εξυπηρετούν τα πραγματικά του συμφέροντα. Οι διεθνείς συνεργασίες δεν σημαίνουν μία νέα εξάρτηση από άλλες δυνάμεις. Η ανάδυση πολλών δυνάμεων στον νέο πολυπολικό κόσμο λειτουργεί εξισορροπητικά, παρέχοντας τις ευκαιρίες για την ανάπτυξη ενός σύνθετου δικτύου ισότιμων διεθνών σχέσεων που εγγυάται την εθνική ανεξαρτησία και εξυπηρετεί τα ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα, εν αντιθέσει με τον μονοπολικό κόσμο και την μία υπερδύναμη που κυριαρχούσε σε ολόκληρη την υφήλιο σαν να της ανήκει ή τις δύο υπερδυνάμεις που μοίραζαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής.
Με τα παραπάνω αναδύεται ένα κυκλικό σχήμα. Ο αγώνας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό είναι αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία, καθώς η συμμετοχή των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στα οφέλη της ανάπτυξης έχει ως θεμέλια λίθο την απόκτηση της κυριαρχίας των θεσμικών πυλώνων που δομούν την πολιτεία. Ο αγώνας για την εθνική ανεξαρτησία έχει ως αφετηρία τον κοινωνικό μετασχηματισμό που κόβει τον κοινωνικοοικονομικό ομφάλιο λώρο της εξάρτησης με την μητρόπολη. Αναγκαία συνθήκη για να ευδοκιμήσει ο αγώνας που συνταιριάζει το κοινωνικό και το εθνικό αίτημα είναι η ανάδυση ενός νέου πολυπολικού κόσμου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ανθρωπότητα σήμερα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Οι οικονομικές ελίτ που αναδείχθηκαν στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις εξαρτώμενες χώρες της περιφέρειας διεθνοποιούνται. Την ίδια ώρα γεννώνται αντίρροπες τάσεις, καθώς αναδύονται νέες δυνάμεις που θέτουν εν αμφιβόλω την διεθνή κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου της Δύσης. Γίνεται εμφανές πως αυτό που διακυβεύεται είναι η ολοκληρωτική επικράτηση των οικονομικών ελίτ της Δύσης μέσω του οχήματος του ευρωατλαντισμού, που ισοπεδώνει οικονομικά και εθνικά τους λαούς και τις πατρίδες τους, ή η ανάδυση ενός νέου πολυπολικού κόσμου, όπου κάθε λαός θα έχει το δικαίωμα να υπάρξει με τον δικό του τρόπο και να μετέχει στα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης.
Στις μάχες που δίνονται και θα δοθούν σε γεωπολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο δεν χωρά ουδετερότητα. Η ουδετερότητα και η επίκλησή της στην παρούσα χρονική συγκυρία - είτε εσκεμμένα, είτε από άγνοια, είτε από ιδεολογικές αγκυλώσεις - σημαίνει σύνταξη στο όχημα του ευρωατλαντισμού. Σήμερα υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες για να ευδοκιμήσει η σύνθεση μίας νέας πολιτικής πρότασης που θα αντιπαλεύσει την αλλοτρίωση και την οικονομική εξαθλίωση, συνταιριάζοντας το κοινωνικό και το εθνικό αίτημα.Όμως δεν αρκούν μόνο οι συνθήκες για να δημιουργηθούν οι πρώτες σοβαρές ρωγμές στο σύστημα εντός των εξαρτώμενων χωρών της περιφέρειας, όπως είναι η Ελλάδα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να κλονισθεί το σύστημα των ιδεών και αξιών. Σε τούτη την προσπάθεια φιλοδοξεί να συμβάλλει η Άτρακτος και η νέα συνθετική πολιτική πρόταση, η οποία αποτελεί ένα ανοικτό κάλεσμα συζήτησης, συσπείρωσης και δράσης για την κοινωνική ευημερία και την εθνική ανεξαρτησία, μακριά από τους διαχωρισμούς και τις ταμπέλες του παρελθόντος. Ένα κάλεσμα ανατροπής της κυρίαρχης ιδεολογίας σε κάθε χώρο της ανθρώπινης δραστηριότητας, φιλικό, οικογενειακό, εργασιακό, με την χρήση των μέσων που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία.
Ας είναι αυτή η συγγραφική προσπάθεια ένα χρήσιμο εργαλείο στον αγώνα για την αποδόμηση της κυρίαρχης ιδεολογίας του συστήματος.