Από την ιερότητα στην εργαλειοποίηση
Έφτασε η στιγμή όπου θεσμοθετήθηκε ο γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια και στην Ελλάδα, η οποία εναρμονίστηκε πλήρως με τις δυτικές κοινωνικές και νομικές νόρμες σε ένα ακόμη ζήτημα.
Γιατί όμως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών να είναι λάθος; Για να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να γίνει πρώτα η αποσαφήνιση του γάμου. Σύμφωνα, καταρχάς, με τον Αστικό Κώδικα της Ελλάδας, ο γάμος είναι ένας θεσμός που περιλαμβάνεται στο Οικογενειακό Δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι υφίσταται στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής, χωρίς να συνεπάγεται πως όποιος παντρεύεται τεκνοποιεί ή πως όποιος τεκνοποιεί είναι παντρεμένος. Σημαίνει ουσιαστικά πως ο θεσμός αυτός λειτουργεί σαν όργανο εξυπηρέτησης της οικογένειας και της συνέχειάς της.
Η οικογένεια αποτελεί το αναπαραγωγικό κύτταρο της κοινωνίας και το πρώτο δίχτυ κοινωνικών σχέσεων μέσα στο οποίο διαμορφώνεται το παιδί και δομεί την ταυτότητά του. Είναι ακόμη η σύζευξη του αρσενικού με τον θηλυκό παράγοντα, εντός ενός ιερού συνδέσμου που υπερβαίνει την προσωρινότητα της ανθρώπινης ζωής και τις σεξουαλικές ενστικτώδεις επιθυμίες, με θεμέλια για αυτήν την υπέρβαση την πίστη, την μέριμνα και την αγάπη προς όλα τα μέλη της οικογένειας, μα πρωτίστως προς το νεαρό τέκνο.
Όλα αυτά ίσως μοιάζουν κάπως γραφικά στην εποχή μας, όπου έχουμε αποϊεροποιήσει κάθε αξία που συνήθιζε να στηρίζει το κοινωνικό οικοδόμημα χάριν μίας απροσδιόριστης «προόδου». Όπως όμως προοδεύει και μία νόσος σε ένα ολοένα και πιο άρρωστο σώμα, έτσι και η δυτική κοινωνία οδηγείται προς μία διχαστική τάση αποσάθρωσης, όπου όλοι εναντίον όλων παλεύουν να επιβάλλουν τις ακόρεστες εγωιστικές τους επιθυμίες.
Σημείο των καιρών λοιπόν και ο γάμος των ομοφύλων. Όπως και πολλά ετερόφυλα ζευγάρια -δυστυχώς- πλέον βλέπουν τον γάμο και την δημιουργία τέκνων απλώς ως μία ακόμη εμπειρία που «αναβαθμίζει» την ζωή τους, έτσι και οι ομοφυλόφιλοι απαιτούν με την σειρά τους να πάρουν και αυτοί μέρος σε αυτό το «lifestyle». Εφόσον αξίες και θεσμοί εργαλειοποιούνται μονάχα για την επίτευξη της προσωπικής ευτυχίας, γιατί να μην έχουν και τα ομόφυλα ζευγάρια δικαίωμα να μετέχουν στην ευτυχία αυτή;
Γάμος συνεπάγεται τεκνοθεσία
Οι διαπροσωπικές συναινετικές σχέσεις μεταξύ δύο ενηλίκων αποτελούν προσωπικό τους ζήτημα. Όμως ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών αποτελεί μείζον κοινωνικό ζήτημα, καθώς συνεπάγεται την τεκνοθεσία. Ο γάμος και η υιοθεσία είναι μέρη του ευρύτερου Οικογενειακού Δικαίου, το οποίο δίνει την δυνατότητα σε δύο συζύγους να υιοθετούν. Όποιο συζυγικό ζεύγος πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου μπορεί να υιοθετεί, με το υιοθετημένο παιδί να υπάγεται στην νέα αυτή οικογένεια, ενώ οι συγγενικές σχέσεις με την βιολογική του οικογένεια διακόπτονται τύποις αυτομάτως.
Στην περίπτωση που υιοθετεί ένα πρόσωπο μόνο, η ιδιότητα του γονέα περιέρχεται μόνο στο πρόσωπο αυτό, με την πρόβλεψη δυνατότητας να υιοθετήσει και ο σύζυγός του, αν υπάρχει. Επειδή ο υιοθετήσας αποφασίστηκε κατάλληλος για να λάβει την γονική μέριμνα ενός παιδιού, αυτό δεν σημαίνει σίγουρα πως το ίδιο θα συμβεί και για τον σύζυγο, αφού κάθε υποψήφιος γονέας κρίνεται ξεχωριστά ως προς την καταλληλότητά του.
Επακόλουθο των ομόφυλων γάμων είναι και η τεκνοθεσία, καθώς εφόσον η φύση δεν προορίζει άνθρωποι του ίδιου φύλου να μπορούν να τεκνοποιήσουν μεταξύ τους, αυτά τα ζευγάρια μπορούν να καλύψουν αυτό το κενό στην σχέση τους μόνο με τα παιδιά άλλων. Εξαίρεση σε σχέση με την δυνατότητα αυτών των ζευγαριών να υιοθετούν δεν νοείται, αφού κάτι τέτοιο θα αντίκειτο εκ των πραγμάτων με την υπαγωγή τους στο καθεστώς του γάμου, καθιστώντας ανούσια και αντισυνταγματική την θεσμοθέτηση.
Την ίδια ώρα που τα ετερόφυλα ζευγάρια τα οποία προσπαθούν να υιοθετήσουν είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τα παιδιά που βρίσκονται σε δομές προς υιοθεσία, είναι επόμενο τα ομόφυλα ζευγάρια να δυσκολευτούν στην πράξη να υιοθετήσουν στην χώρα μας. Πού αναμένεται άρα να οδηγήσει αυτή η εξέλιξη;
Το γυναικείο σώμα ως εμπόρευμα
Μέσα στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης ακούγονται διάφορα όσον αφορά την παρένθετη μητρότητα για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η ουσία είναι πως είτε θεσπισθεί στο άμεσο διάστημα η δυνατότητα των ομόφυλων ζευγαριών να αποκτούν παιδιά μέσω παρένθετης μητέρας είτε όχι, δεν αλλάζει η μεγάλη εικόνα που διαγράφεται, ότι δηλαδή η εγκυμοσύνη υπάγεται σταδιακά σε ένα καθεστώς συνεχής εμπορευματοποίησης.
Εξάλλου, το γεγονός πως μπορεί να μην προβλέπεται η παρένθετη μητρότητα για τα ομόφυλα ζευγάρια της Ελλάδας, απλώς θα τα κατευθύνει στην αναζήτηση παρένθετης μητέρας από το εξωτερικό. Αυτό θα φέρει το ελληνικό κράτος προ τετελεσμένων, το οποίο σύμφωνα και με το άρθρο 10 του νομοσχεδίου είναι υποχρεωμένο να αναγνωρίσει αυτήν την «γονεϊκή σχέση», με τα ομόφυλα ζευγάρια να παρακάμπτουν με άνεση και το τελευταίο «προπύργιο» που προσπαθεί να υψώσει η κυβέρνηση προς χάριν του δεξιού της κοινού.
Η μητρότητα πλέον δεν νοείται ως μία συνειδητή επιλογή μεταξύ μίας γυναίκας και ενός άνδρα, αλλά μία εμπορική συναλλαγή μεταξύ αγνώστων με μόνο σκοπό το κέρδος. Από την μία το χρηματικό κέρδος της κυοφορούμενης, το οποίο μπορεί να ξεπερνά και το ποσό των 20.000€[1], από την άλλη το κέρδος του αγοραστή, ο οποίος αναζητεί μέσα στην αγορά της παρένθετης μητρότητας το καλύτερο δυνατό «εμπόρευμα» στην χαμηλότερη τιμή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με αυτήν την διαδικασία υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που γεννήθηκαν με προβλήματα υγείας και εγκαταλείφθηκαν, ενώ κάποια ζευγάρια άλλαξαν για άλλους λόγους γνώμη, με αποτέλεσμα τα μωρά να μείνουν χωρίς γονείς. Δεν είναι λίγες μάλιστα και περιπτώσεις εύπορων ατόμων που παραγγέλνουν συνεχώς παιδιά σε διαφορετικές κλινικές. Μέσα σ’ αυτήν την δυστοπική πραγματικότητα που αντικρίζουμε παρουσιάζονται μέχρι και ευγονικές αντιλήψεις, όπως αυτές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη, που δήλωσε ότι θέλει να αποκτήσει μέσω παρένθετης μητέρας μαζί με τον σύζυγό του δύο αγόρια.
Το πότε θα γίνει η υπαγωγή των ομόφυλων ζευγαριών στην παρένθετη μητρότητα είναι αδιάφορο υπό μακροσκοπική οπτική. Η πλειονότητα του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα εναγκαλίζεται τα ευρωατλαντικά συμφέροντα και προωθεί την ατζέντα του δικαιωματισμού, δρώντας με γνώμονα την ενίοτε κοινωνική σφυγμομέτρηση, άρα είναι σίγουρο πως θα πραγματοποιηθεί και αυτό εντός των επερχόμενων χρόνων.
Η αξία του πατρικού και του μητρικού προτύπου
Παρατηρείται συχνά μία προσπάθεια αμφισβήτησης της σημασίας των προτύπων της μητέρας και του πατέρα. Η αντίληψη αυτή συνήθως εκφράζεται από ανθρώπους οι οποίοι είχαν την τύχη να μεγαλώσουν με δύο γονείς του αντίθετου φύλου, αλλά θεωρούν αυτήν την τύχη κάτι δεδομένο ή ακόμη και δυνητικά επιβλαβές, βάσει των συγκρουσιακών ιδεολογικών τους αγκυλώσεων περί «πατριαρχίας» ή «μητριαρχίας».
Συνήθως, η αμφισβήτηση των γονικών προτύπων βασίζεται σε ακραία παραδείγματα οικογενειών που δεν ανέθρεψαν με επαρκή μέριμνα τα παιδιά τους ή ακόμη και άσκησαν κακοποιητικές συμπεριφορές απέναντί τους. Αν και συμβαίνουν πράγματι τραγικές καταστάσεις σε διάφορα σπίτια, δεν μπορούμε να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα μέσα από κάποιες εξαιρέσεις που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Όντως σε πολλές περιπτώσεις η τύχη στέρησε από τα παιδιά την παρουσία της μητέρας ή/και του πατέρα. Ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις παιδιά στερούνται την ανατροφή σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον. Ό,τι όμως στερεί η τύχη από τα παιδιά, δεν πρέπει να τους στερεί και η πολιτεία. Δεν μπορεί η πολιτεία να στερεί από ένα παιδί την ζωή σε ένα υγιές οικογενειακό περιβάλλον, με την παρουσία του μητρικού και του πατρικού προτύπου.
Η μητέρα είναι αυτή που τα παιδιά χρειάζονται περισσότερο στα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Η μητέρα είναι αυτή που θέλει να προσφέρει ανιδιοτελώς στο παιδί της, αφοσιωμένη πλήρως και αδιαλείπτως στην μέριμνα αυτού. Διαθέτει την ενσυναίσθηση να αναγνωρίζει τις ανάγκες του καλύτερα από τον καθένα, έχοντας την δυνατότητα να βρει πάντα την βέλτιστη λύση στα προβλήματα που προκύπτουν. Έχει παρατηρηθεί ότι οι μητέρες τείνουν να είναι πιο καταπραϋντικές, γι’ αυτό και τα βρέφη και τα νήπια τις προτιμούν από τους πατέρες τους όταν αναζητούν παρηγοριά ή ανακούφιση από την πείνα, τον φόβο, την ασθένεια ή κάποια άλλη αγωνία. Οι μητέρες, ακόμη, ανταποκρίνονται καταλληλότερα στις χαρακτηριστικές κραυγές των βρεφών: είναι πιο ικανές από τους πατέρες, για παράδειγμα, να διακρίνουν μεταξύ της κραυγής πείνας του μωρού τους και της κραυγής πόνου. Είναι, επίσης, καλύτερες από τους πατέρες στο να εντοπίζουν τα συναισθήματα των παιδιών τους κοιτάζοντας τα πρόσωπα, τις στάσεις και τις χειρονομίες τους. Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, ότι τα παιδιά που στερήθηκαν την μητρική παρουσία κατά την διάρκεια παρατεταμένων περιόδων στην πρώιμη ζωή τους «δεν είχαν τόσο ανεπτυγμένα αισθήματα, είχαν επιφανειακές σχέσεις και εκδήλωναν εχθρικές ή αντικοινωνικές τάσεις», καθώς εξελίχθηκαν στην ενηλικίωση[2].
Το πατρικό πρότυπο, από την άλλη, που τόσο έχει «δαιμονοποιηθεί» στις μέρες μας, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού. Χωρίς αυτό, ιδίως τα νεαρά αγόρια, αδυνατούν να αναπτύξουν στο έπακρο τις ψυχολογικές, κοινωνικές και ακαδημαϊκές τους ικανότητες, αναζητώντας διάφορα υποκατάστατα αυτού διαρκώς, που δεν μπορούν όμως ποτέ να το καλύψουν πλήρως. Οι πατέρες είναι εξίσου σημαντικοί και για τα κορίτσια. Παρέχουν στα παιδιά το έναυσμα να αγκαλιάσουν τις δυσκολίες της ζωής, δείχνοντάς τους την αξία της πειθαρχίας, του ρίσκου και των νέων προκλήσεων. Ακόμη, αφήνουν την φαντασία και την ενέργεια του παιδιού να εκφραστεί ελεύθερα μέσα από ευχάριστες δραστηριότητες. Τέλος, η παρουσία του πατέρα στο σπίτι προστατεύει το παιδί από τον φόβο και ενισχύει την ικανότητά του να αισθάνεται ασφαλές και μετέπειτα προς την ενηλικίωση.
Τα δύο πρότυπα, υπό υγιείς συνθήκες, θέτουν τις βάσεις για την δημιουργία μίας ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Αν η θηλυκή ή η αρσενική παράμετρος λείπει μεταξύ των γονιών το παιδί θα μεγαλώσει ανεπαρκώς, με τον διχασμό στον εσωτερικό του ψυχισμό να είναι εμφανής καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Καμία προσποίηση του ρόλου του αντίθετου φύλου από κάποιον γονέα δεν μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως το αυθεντικό πρότυπο. Το μητρικό και το πατρικό πρότυπο εδράζουν στην βιολογία, δεν είναι ένα κουστούμι ρόλων που μπορεί να εμφορείται οποιοσδήποτε κατά την παραγγελία ενός νόμου, που μισογυνικά και μισανδρικά αρνείται την διαφορετικότητα των φύλων.
Παιδιά υπό ομόφυλα ζευγάρια: μία ανάλυση των ερευνών
Ας δούμε, λοιπόν, μερικές από τις εκτενέστερες και επιστημονικά τεκμηριωμένες σχετικές μελέτες, οι οποίες καταδεικνύουν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν όσα παιδιά στερήθηκαν την ευκαιρία να μεγαλώσουν σε ένα σπίτι με δύο βιολογικούς γονείς που ήταν παντρεμένοι μεταξύ τους.[3]
Μια καναδική μελέτη του 2013[4], η οποία ανέλυσε δεδομένα από ένα πολύ μεγάλο δείγμα πληθυσμού, αποκάλυψε ότι τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών έχουν μόνο περίπου 65% πιθανότητα να έχουν αποφοιτήσει από το λύκειο σε σχέση με τα παιδιά των ζευγαριών αντίθετου φύλου. Τα κορίτσια είναι πιο συχνό να δυσκολεύονται ακαδημαϊκά από τα αγόρια. Ειδικά οι κόρες γυναικείων ομόφυλων ζευγαριών εμφάνισαν δραματικά χαμηλότερα ποσοστά αποφοίτησης.
Μια μελέτη 174 παιδιών δημοτικού σχολείου στην Αυστραλία[5] συνέκρινε την κοινωνική και εκπαιδευτική ανάπτυξη 58 παιδιών που ζούσαν σε ετεροφυλόφιλες παντρεμένες οικογένειες, 58 που μεγάλωναν με ετεροφυλόφιλους που συγκατοικούσαν και 58 που ζούσαν σε ομοφυλοφιλικές ενώσεις. Οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν ότι τα παντρεμένα ετερόφυλα ζευγάρια προσφέρουν το καλύτερο περιβάλλον για την κοινωνική και εκπαιδευτική ανάπτυξη ενός παιδιού, ακολουθούμενα από ετεροφυλόφιλα ζευγάρια που συγκατοικούν και τέλος έρχονται τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια.
Μια έρευνα[6] με 68 γυναίκες με ομοφυλόφιλους ή αμφιφυλόφιλους πατέρες και 68 γυναίκες με ετεροφυλόφιλους πατέρες βρήκε μια στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Οι γυναίκες (των οποίων ο μέσος όρος ηλικίας και στις δύο ομάδες ήταν 29) με ομόφυλους ή αμφιφυλόφιλους πατέρες είχαν δυσκολία στην σύνδεση με άλλους ενήλικες σε τρεις τομείς: (1) ήταν λιγότερο άνετες με την εγγύτητα και την οικειότητα, (2) ήταν λιγότερο ικανές να εμπιστεύονται και να εξαρτώνται από τους άλλους και (3) βίωναν περισσότερο άγχος στις σχέσεις σε σύγκριση με τις γυναίκες που μεγάλωσαν από ετεροφυλόφιλους πατέρες (και μητέρες).
Μια μελέτη[7] στο Journal of Marriage and Family, διαπίστωσε ότι «τα παιδιά σε οικογένειες γονέων του ίδιου φύλου σημείωσαν χαμηλότερες βαθμολογίες από τους συνομηλίκους τους που ζούσαν σε νοικοκυριά με δύο παντρεμένους βιολογικούς γονείς» σε δύο ακαδημαϊκά αποτελέσματα. Ο ερευνητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να αποδοθούν σε υψηλότερα επίπεδα οικογενειακής αστάθειας σε οικογένειες ομόφυλων που συζούν ή έχουν παντρευτεί, σε σύγκριση με σταθερές βιολογικές οικογένειες παντρεμένων γονέων. Η μελέτη βασίστηκε σε μια μεγάλη, εθνικά αντιπροσωπευτική και τυχαία έρευνα παιδιών σχολικής ηλικίας.
Σε μια επανεξέταση του 2012 μιας μελέτης του 2010[8], αναφορικά με την συσχέτιση μεταξύ των ακαδημαϊκών αποτελεσμάτων των παιδιών και της οικογενειακής δομής των ομόφυλων ζευγαριών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με τα ετερόφυλα παντρεμένα ζευγάρια, τα παιδιά που μεγαλώνουν με ζευγάρια του ίδιου φύλου είχαν 35 τοις εκατό λιγότερες πιθανότητες να σημειώσουν κανονική πρόοδο στο σχολείο.
Μια πρωτοποριακή μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν[9] διαπίστωσε ότι οι νεαροί ενήλικες (ηλικίας 18-39), παιδιά γονέων που είχαν σχέσεις με άτομα ίδιου φύλου προτού συμπληρώσουν την ηλικία των 18 ετών, ήταν πιο πιθανό να υποφέρουν από ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η μελέτη είναι αξιοσημείωτη για διάφορους λόγους: (1) το δείγμα της μελέτης ήταν μεγάλο, αντιπροσωπευτικό και βασισμένο στον πληθυσμό (όχι μια μικρή, αυτοεπιλεγμένη ομάδα), (2) ο επικεφαλής της έρευνας μελέτησε τις απαντήσεις των ενηλίκων νεαρών αντί να ζητήσει από τους ομοφυλόφιλους γονείς να περιγράψουν πως είναι τα παιδιά τους και (3) μπόρεσε να κάνει συγκρίσεις σε έως και 80 μετρήσεις για παιδιά που είχαν ζήσει με (ή είχαν) γονείς που ανήκαν σε μία από τις οκτώ κατηγορίες—άθικτες οικογένειες με τους δύο βιολογικούς γονείς παντρεμένους μεταξύ τους, ομοφυλόφιλες μητέρες, ομοφυλόφιλοι πατέρες, ετεροφυλόφιλοι μονογονείς, γονείς που αργότερα χώρισαν, γονείς που συγκατοικούν, γονείς που υιοθέτησαν τον ερωτώμενο και άλλες (όπως η περίπτωση που ένας γονέας είναι αποθανών). Τα υιοθετημένα παιδιά των ομοφυλόφιλων τα πήγαν χειρότερα από εκείνα σε σταθερές ετεροφυλόφιλες οικογένειες σε 77 από τα 80 μέτρα σύγκρισης.
Τα τελευταία χρόνια, παντρεμένα ή συγκατοικούντα ομόφυλα ζευγάρια αποκτούν πολύ συχνά παιδιά με τεχνητή ή εξωσωματική γονιμοποίηση. Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2010[10] έδειξε μερικές από τις αρνητικές συνέπειες στα άτομα που συλλαμβάνονται από δότες: κατά μέσο όρο, οι νεαροί ενήλικες που συλλαμβάνονται μέσω τεχνητής γονιμοποίησης ήταν πιο δύσκολο να δομήσουν την ταυτότητά τους, ένιωθαν πιο απομονωμένοι από τις οικογένειές τους, βίωναν περισσότερο ψυχικό πόνο και τα πήγαιναν χειρότερα σε τομείς όπως η κατάθλιψη, η παραβατικότητα και η κατάχρηση ουσιών από μια αντίστοιχη ομάδα παιδιών που είχαν συλληφθεί με φυσικό τρόπο.
Οι άνδρες σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις αναζητούν, επιπλέον, σήμερα βιολογικά συγγενή παιδιά μέσω της χρήσης παρένθετων μητέρων. Μια μελέτη του 2013 σε παιδιά που συνελήφθησαν μέσω παρένθετων μητέρων[11], συνέκρινε τα παιδιά που γεννήθηκαν μέσω δωρεάς ωαρίων, γονιμοποίησης από δότη και φυσικής σύλληψης. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν σε ηλικίες 3, 7 και 10 ετών. Η μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά που κυοφορούνταν από παρένθετη μητέρα είχαν υψηλότερες δυσκολίες προσαρμογής από τα άλλα παιδιά. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απουσία σύνδεσης της κύησης με την μητέρα μπορεί να είναι προβληματική για τα παιδιά. Ο επικεφαλής ερευνητής δήλωσε, «σημάδια προβλημάτων που ανακύπτουν μπορεί να είναι διαταραχές συμπεριφοράς, όπως επιθετικές αντικοινωνικές τάσεις ή ψυχικές νόσοι, όπως άγχος κα κατάθλιψη».
Σε μια μελέτη του 2015[12], χρησιμοποιώντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 207.007 παιδιών, συμπεριλαμβανομένων 512 με γονείς του ίδιου φύλου, από την National Health Interview Survey των ΗΠΑ, εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα συναισθηματικά προβλήματα ήταν πάνω από δύο φορές πιο διαδεδομένα για παιδιά με γονείς του ίδιου φύλου παρά για παιδιά με γονείς αντίθετου φύλου.
Τέλος, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας εμφανιζόταν περισσότερο από δύο φορές συχνότερα μεταξύ των παιδιών με γονείς του ίδιου φύλου σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, μετά από έλεγχο σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, την εθνικότητα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονέων[13].
Αντικρουόμενες απόψεις
Πώς μπορεί κανείς να συμβιβάσει αυτά τα σημαντικά ευρήματα με τις πολυδιαφημιζόμενες μελέτες, που δεν δείχνουν επιβλαβείς επιπτώσεις σε παιδιά που έχουν ζήσει με ομοφυλόφιλους γονείς; Για παράδειγμα, το 2005, η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (APA) εξέδωσε μια επίσημη ενημέρωση σχετικά με την ανατροφή των παιδιών από γκέι ζευγάρια, η οποία περιλάμβανε τον εξής ισχυρισμό: «Καμία μελέτη δεν έχει βρει πως τα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με παιδιά ετεροφυλόφιλων γονέων».
Ωστόσο, μια ερευνητική ανάλυση του 2012 για την APA Brief και την βιβλιογραφία της από τον L. Marks ανέφερε ότι αυτός ο ισχυρισμός που έγινε από την APA δεν ήταν εμπειρικά δικαιολογημένος. Είκοσι έξι από τις 59 μελέτες της APA σχετικά με την ανατροφή των παιδιών του ίδιου φύλου δεν είχαν ομάδες σύγκρισης ετεροφυλόφιλων. Αλλά και σε μελέτες σύγκρισης, ως ετεροφυλόφιλη ομάδα σύγκρισης χρησιμοποιήθηκαν συχνά ανύπαντρες μητέρες. Σε καμία από τις 59 δημοσιευμένες μελέτες δεν τεκμηριώθηκαν οι οριστικοί ισχυρισμοί.
Σημαντικά ελαττώματα υπάρχουν στην συντριπτική πλειονότητα των μελετών που δημοσιεύθηκαν και πριν από το 2012 για αυτό το θέμα (Marks 2012[14]), συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι βασίστηκαν σε μικρά, μη αντιπροσωπευτικά δείγματα που δεν είναι αντιπροσωπευτικά των παιδιών τυπικών ομοφυλοφιλικών οικογενειών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δύο άλλες σημαντικές μελέτες, που δημοσιεύθηκαν από τους Gartrell και Bos (2010[15]) και από τους Biblarz και Stacey (2010[16]), παρατίθενται συχνά από ομοφυλόφιλους ακτιβιστές και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτές οι μελέτες υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται ψυχολογική βλάβη σε παιδιά που στερήθηκαν εσκεμμένα τα οφέλη της συμπληρωματικότητας των φύλων σε ένα σπίτι με πατέρα και μητέρα. Το άρθρο των Gartrell και Bos βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοαναφορές ομόφυλων γυναικείων ζευγαριών.
Ομοίως, στην έρευνα που έκαναν οι Biblarz και Stacey, σε 31 από τις 33 μελέτες οικογενειών, ήταν οι γονείς που παρείχαν τα δεδομένα, τα οποία αποτελούνταν από υποκειμενικές κρίσεις. Όπως και με την μελέτη των Gartrell και Bos, αυτό δημιούργησε μια «προκατάληψη κοινωνικής επιθυμίας», καθώς οι ομοφυλόφιλοι γονείς γνώριζαν πολύ καλά γιατί γινόταν η έρευνα.
Σε μια ανάλυση του 2015[17], μελέτες, που επιστράτευσαν δείγματα παιδιών σε ενώσεις του ιδίου φύλου, έδειξαν ότι το 79,3% (εύρος: 75–83) των συγκρίσεων ήταν ευνοϊκές για παιδιά με ομοφυλόφιλους γονείς. Συγκριτικά, δεν υπήρχαν ευνοϊκές συγκρίσεις (0%, εύρος 0–0) σε μελέτες που χρησιμοποίησαν τυχαία δειγματοληψία. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ισχυρή μεροληψία που οδηγεί σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα για τις απαντήσεις που αναφέρθηκαν από τους γονείς σε δείγματα γονέων του ίδιου φύλου που ερωτήθηκαν.
Γίνεται, συνεπώς, ξεκάθαρο πως μια αντικειμενική εξέταση της έρευνας των κοινωνικών επιστημών σχετικά με το πως λειτουργούν οι οικογένειες αποκαλύπτει ότι τα παιδιά αναπτύσσονται καλύτερα κατά μέσο όρο όταν μεγαλώνουν από τους βιολογικούς τους γονείς. Η απουσία της συμπληρωματικότητας του μητρικού και του πατρικού προτύπου στις ενώσεις του ίδιου φύλου δημιουργεί εμπόδια στην φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών, τα οποία θα τεθούν υπό την φροντίδα τέτοιων ατόμων. Θα στερηθούν δηλαδή την εμπειρία είτε της πατρότητας είτε της μητρότητας. Το να επιτραπεί η υιοθεσία παιδιών από άτομα που ζουν σε τέτοιες ενώσεις θα σημάνει στην πραγματικότητα άσκηση βίας σε αυτά τα παιδιά, με την έννοια ότι θα τοποθετηθούν σε ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί την πλήρη ανθρώπινη ανάπτυξή τους.
Κοινωνία σε αυτοδιάλυση
Δεν αποτελεί είδηση το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στον κόσμο. Κατέχοντας τα πρωτεία της υπογεννητικότητας στην Ευρώπη εδώ και χρόνια, σήμερα βρίσκεται στην 5η θέση από το τέλος παγκοσμίως[18].
Η κατάσταση αυτή αν και μπορεί να μοιάζει άσχετη εκ πρώτης όψεως με τους γάμους των ομοφυλόφιλων, καταδεικνύει στην ουσία την αντιμετώπιση του εγχώριου πληθυσμού από τις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Κύριο μέλημα δεν είναι σε καμία κυβερνητική ατζέντα η αύξηση των δεικτών γονιμότητας για τους ημεδαπούς, αλλά η αθρόα εισδοχή μεταναστευτικών ροών. Η διαδικασία αυτή αναπτύσσεται με γνώμονα ψυχρούς υπολογισμούς κόστους – οφέλους που βλέπουν τον εκάστοτε λαό ως μία ακόμα παράμετρο του επενδυτικού κεφαλαίου, η οποία πρέπει να προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει πλήρως αποδοτική.
Εφόσον οι Έλληνες συνταξιούχοι γίνονται όλο και περισσότεροι, το βάρος της συντήρησης του συνταξιοδοτικού συστήματος πέφτει στην νέα γενιά των Ελλήνων, που με την σειρά της αδυνατεί λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών να ξεκινήσει οικογένεια. Η εύκολη λύση στο πρόβλημα δεν είναι άλλη παρά η αντικατάσταση των «απαιτητικότερων» για εργασιακά δικαιώματα και περισσότερο καταναλωτικών Ελλήνων με μετανάστες από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Φυσικά, όταν το φθηνό εργατικό δυναμικό αλλοδαπών αρχίσει να απαιτεί με την σειρά του δικαιώματα και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης θα προκληθούν νέα μεταναστευτικά ρεύματα. Ο φαύλος αυτός κύκλος δεν σταματάει, αφού ο άνθρωπος υπό το δυτικό καπιταλιστικό πρίσμα θεωρείται απλώς μία μηχανή παραγωγής κέρδους με πεπερασμένη ημερομηνία λήξης.
Παράλληλα, οι νέοι που βρίσκονται στην πιο γόνιμη ηλικία τεκνοποίησης ωθούνται από την οικονομική ανάγκη και από την κοινωνική μηχανική στην αποφυγή δημιουργίας οικογένειας και στην αποκλειστική ολοκλήρωσή τους μέσω των επαγγελματικών τους φιλοδοξιών. Έτσι, το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να απομυζήσει αποτελεσματικότερα την ζωτικότητα και την δυναμική τους, στοχεύοντας κυρίως στην εκμετάλλευση των γυναικών, αφού οι άνδρες δεν επηρεάζονται εκ των πραγμάτων τόσο πολύ στα επαγγελματικά τους καθήκοντα από την διαδικασία της τεκνοποίησης.
Η νέα Ελληνίδα, λοιπόν, καλείται να θέσει τα ωάριά της σε κρυοσυντήρηση ή να επιλέξει την κύηση εργαστηρίου προκειμένου να κατακτήσει την επαγγελματική της «απελευθέρωση», γινόμενη έτσι δέσμια ενός άγνωστου κεφαλαιούχου για να μην γίνει δέσμια των οικογενειακών υποχρεώσεων. Όταν, όμως, επιλέξει τυχόν να κάνει παιδιά, είναι τέτοιες οι οικονομικές απαιτήσεις που είναι εξαναγκασμένη παράλληλα με το νοικοκυριό να δουλεύει ολημερίς, προσπαθώντας να επιτελέσει έναν διπλό ρόλο που την οδηγεί σε μία πλήρη εξάντληση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται με το προσωπείο της υπερασπίστριας των δικαιωμάτων, στην πράξη προωθείται η πλήρης εκμετάλλευση κάθε παραγωγικού ανθρώπινου συντελεστή ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ηλικίας και σεξουαλικού προσανατολισμού. Ο αποπροσανατολισμός κρατεί καλά, με την κοινωνία να αναλώνεται σε στρατόπεδα και επουσιώδεις διενέξεις χωρίς να θίγεται ποτέ ο κοινός πραγματικός αντίπαλος.
Η αποδόμηση του φύλου ως νεοαποικιακό εργαλείο
Περνάμε έτσι στην πηγή του προβλήματος, την σύγχρονη δυτική κοινωνία. Λέγοντας δυτική κοινωνία, δεν εννοούμε μόνο την δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εννοούμε όλες τις χώρες που έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από την σύγχρονη δυτική καπιταλιστική κουλτούρα, όπως διαμορφώθηκε στις παραπάνω περιοχές. Είναι το κοινωνικό μοντέλο που σταδιακά επικράτησε μετά την Βιομηχανική Επανάσταση, κατακτώντας την πλήρη ιδεολογική ηγεμονία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα, αν και έχουν αρχίσει να υφίστανται τριγμοί στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, συνεχίζει να κατέχει τα ηνία στην πλειονότητα των «ανεπτυγμένων» κρατών.
Με μωβ οι περιοχές που επιτρέπεται τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια
Διαμορφώνεται έτσι ένα τοπίο, όπου όσες χώρες έχουν προχωρήσει στην θεσμοθέτηση της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, βρίσκονται σε βαθιά ιδεολογική εξάρτηση από την μεγάλη καπιταλιστική μητρόπολη της εποχής μας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η εξάρτηση αυτή, αν και κάποιες φορές δεν είναι τόσο στενή σε οικονομικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της Νότιας Αφρικής, συνεχίζει να υφίσταται στο πολιτισμικό επίπεδο, αφού έχει διαμορφωθεί μέσα από δεκαετίες πολιτικής και οικονομικής επικυριαρχίας.
Η πολιτική που προωθεί παγκοσμίως τα λεγόμενα «δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+» δεν είναι ούτε τόσο αγαθή όσο φαίνεται, ούτε σε καμία περίπτωση αυθόρμητη έκφραση των εκάστοτε λαϊκών στρωμάτων. Εκφράζεται στις εξαρτώμενες χώρες του ευρωατλαντισμού και προωθείται μέσα από καμπάνιες εκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδοτούμενες από τις μεγάλες πολυεθνικές και τις δυτικές κυβερνήσεις, δηλαδή οικονομικές ελίτ που βρίσκονται σε πλήρη αποσύνδεση από τις ντόπιες λαϊκές βάσεις.
Έτσι, η ενσωμάτωση νομοσχεδίων που προωθούν την αποδόμηση του φύλου -και κατ’ επέκτασιν της οικογένειας- παρουσιάζεται ως μία απαραίτητη «δήλωση υποταγής» των χωρών της ευρωατλαντικής περιφέρειας προς την καπιταλιστική μητρόπολη. Αυτό γίνεται σε μία προσπάθεια αντιπαραβολής του νατοϊκού στρατοπέδου απέναντι στις πιο παραδοσιακές αναδυόμενες χώρες του πολυπολικού κόσμου, προεξάρχουσες των οποίων είναι η Ρωσία η Κίνα.
Βέβαια, σε περιπτώσεις που η γεωπολιτική ανάγκη επιβάλλει την στρατιωτική εγρήγορση (βλ. Ουκρανία, Πολωνία κτλ.), αναβάλλεται η προώθηση της ατζέντας του δικαιωματισμού. Αν όμως παγώσει η πολεμική σύρραξη, ή το μέτωπο της σύγκρουσης μεταφερθεί ανατολικότερα, ο πολεμοχαρής νεοναζισμός δίνει την θέση του στον πολύχρωμο «δικαιωματισμό».
Δικαιώματα και υποχρεώσεις
Είναι αλήθεια πως ήδη υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις και στην χώρα μας όπου ομοφυλόφιλοι μεγαλώνουν παιδιά. Αυτά τα παιδιά είναι είτε από προηγούμενη σχέση, είτε από υιοθεσία, είτε ακόμη μέσω παρένθετης μητέρας και ενός από τους ομοφυλόφιλους συντρόφους. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, κάποια παιδιά ήδη ζουν σε τέτοιες ενώσεις και ας μην έχουν αναγνωριστεί νομικά και οι δύο άνθρωποι που τα ανατρέφουν ως γονείς.
Αν και δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι τα αστικά δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών προστατεύονταν πλήρως στις μεταξύ τους σχέσεις με το νομοθετικό πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης, οι υπερασπιστές του ομοφυλόφιλου γάμου ισχυρίζονται πως αυτό δεν συνέβαινε και στις σχέσεις με τα «παιδιά τους». Για παράδειγμα, εφόσον ο ομόφυλος σύντροφος που δεν θεωρείται γονέας πέθαινε, δεν μπορούσε να αφήσει ως κληρονόμο εξ αδιαθέτου το παιδί του συντρόφου του ή να αναλάβει αυτοδικαίως την γονική μέριμνά του αν, αντίστοιχα, ο γονέας απεβίωνε.
Τα παραπάνω επιχειρήματα υπέρ της αλλαγής του καθεστώτος του γάμου, αν και λογικοφανή, παραβλέπουν ότι αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν πραγματικά αμελητέες εξαιρέσεις μπροστά στην διάβρωση των γονικών σχέσεων που προωθεί ο γάμος ομοφύλων. Ανεξαρτήτως όμως του πόσο θα επεκταθεί αυτό το φαινόμενο, το νομικό καθεστώς του Αστικού Κώδικα για τον γάμο δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει.
Από την μία, όσον αφορά το ζήτημα της κληρονομίας, μπορεί να γίνει μία ανάλογη διαθήκη από τον αποβιώσαντα που να προβλέπει ως κληρονόμο το τέκνο του συντρόφου του. Από την άλλη, το θέμα της γονικής μέριμνας δύναται να επιλυθεί με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί επιτροπείας (1589ΑΚ επ.), που δίνει την επιμέλεια του ανηλίκου στον επίτροπο, εφόσον συνήθως τον έχει ορίσει ως τέτοιον ο γονέας και τον έχει εγκρίνει στην συνέχεια το δικαστήριο.
Οι πρόσθετες αυτές νομικές διαδικασίες μόνο ως απαραίτητες μπορούν να λογίζονται, αφού τα δικαιώματα του παιδιού είναι (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) σε υψηλότερη θέση από την επιθυμία του εκάστοτε διεκδικούντα την γονική μέριμνά του. Αν δεν ήταν έτσι, η γονική μέριμνα θα έπρεπε να δινόταν αυτοδικαίως και στον σύντροφο κάποιου ετεροφυλόφιλου γονέα που συγκατοικεί και συχνά ανατρέφει ένα παιδί, όπως ενίοτε συμβαίνει στις περιπτώσεις χωρισμένων συζύγων.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα διάφορα δικαιώματα δεν μπορούν να είναι ούτε απεριόριστα ούτε ανεξέλεγκτα. Υπάρχει σαφής ιεράρχησή τους και συνοδεύονται συνήθως από αντίστοιχες υποχρεώσεις. Το δικαίωμα της νέας γενιάς να μεγαλώσει αδιάβλητα πρέπει να στέκει υπεράνω όλων των άλλων, με την πολιτεία να υποχρεούται να το υπερασπίζεται και να μεριμνά γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση.
Μια ματιά στο μέλλον
Εν μέσω της διακήρυξης «να προχωρήσει η κοινωνία», η πολιτική συζήτηση στην χώρα δεν εστιάζει στην προσφορότητα και την λογική πίσω από το εκάστοτε μέτρο, νομοσχέδιο ή άποψη, αλλά περιστρέφεται διαρκώς γύρω από πεπαλαιωμένες ταμπέλες περί «δεξιάς» ή «αριστεράς», περί «προόδου» ή «αναχρονισμού» και ούτω κάθε εξής.
Ο χαώδης αποπροσανατολισμός που υφίσταται η κοινωνία συνεχίζεται, με τον γάμο ομοφύλων να είναι ένα ακόμα λιθαράκι που συμβάλλει σε αυτόν. Όσο τα εργατικά δικαιώματα καταστρατηγούνται, η κοινωνία εξαθλιώνεται, οι εθνικές υποχωρήσεις αυξάνονται και προχωρά η αλλοτρίωση του ανθρώπου, οι δυτικές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να μιλούν υποκριτικά περί προστασίας των μειονοτήτων και περί δυτικού προοδευτισμού.
Εχθές ήταν το σύμφωνο συμβίωσης, σήμερα ο γάμος των ομοφυλοφίλων, αύριο θα είναι οι πολυγαμικές οικογένειες, μεθαύριο ένας Θεός ξέρει...
[1] https://www.lawspot.gr/nomika-nea/parentheti-mitrotita-proypotheseis-kai-rythmiseis-fek
[2] Kobak R. 1999. The emotional dynamics of disruptions in attachment relationships: Implications for theory, research, and clinical intervention. In Cassidy J., Shaver P.R. (eds.), Handbook of Attachment (pp. 21–43). New York: The Guilford Press.
[3] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4771005/
[4] Allen D.W. 2013. High school graduation rates among children of same sex-households. Review of Economics of the Household 11: 635–58. [Google Scholar]
[5] Sarantakos S. 1996. Children in three contexts. Children Australia 21: 23–31. [Google Scholar]
[6] Sirota T. 2009. Adult attachment style dimensions in women with gay or bisexual fathers. Archives of Psychiatric Nursing 23: 289–97. [PubMed] [Google Scholar]
[7] Potter D. 2012. Same-sex parent families and children's academic achievement. Journal of Marriage and Family 74: 556–71. [Google Scholar]
[8] Allen D.W., Pakaluk C., Price J.. 2012. Nontraditional families and childhood progress through school: A comment on Rosenfeld. Demography 47: 755–75. [PubMed] [Google Scholar]
[9] Regnerus M. 2012. How different are the adult children of parents who have same-sex relationships? Findings from the New Family Structures Study. Social Science Research 41: 752–70. [PubMed] [Google Scholar]
[10] Marquardt T., Glenn N., Clark K. 2010 My daddy's name is ‘donor’: A new study of young adults conceived through sperm donation. Institute for American Values. http://americanvalues.org/catalog/pdfs/Donor_FINAL.pdf .
[11] Golombok S., Blake L., Casey P., Roman G., Jadva V.. 2013. Children born through reproductive donation: A longitudinal study of psychological adjustment. Journal of Child Psychology and Psychiatry 54: 653–60. [PMC free article] [PubMed] [Google Scholar]
[12] Sullins D.P. 2015a Emotional problems among children with same-sex parents: Difference by definition. British Journal of Education, Society and Behavioural Science (January 25), http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.2500537 .
[13] Sullins D.P. 2015b. Child attention-deficit hyperactivity disorder (ADHD) in same-sex parent families in the United States: Prevalence and comorbidities. British Journal of Medicine and Medical Research 6: 987–98. [Google Scholar]
[14] Marks L. 2012. Same-sex parenting and children's outcomes: A closer examination of the American Psychological Association's brief on lesbian and gay parenting. Social Science Research 41: 735–51. [PubMed] [Google Scholar]
[15] Gartrell N., Bos H.. 2010. US national longitudinal lesbian family study: Psychological adjustment of 17-year-old adolescents. Pediatrics 126: 28–36. [PubMed] [Google Scholar]
[16] Biblarz T.J., Stacey J.. 2010. How does the gender of parents matter? Journal of Marriage and Family 72: 3–22. [Google Scholar]
[17] Sullins D.P. 2015c. Bias in recruited sample research on children with same-sex parents using the strength and difficulties questionnaire (SDQ). Journal of Scientific Research and Reports 5(5): 375–87. [Google Scholar]
[18] https://www.macrotrends.net/countries/GRC/greece/fertility-rate