Από το 2010 μέχρι σήμερα δύο αιτήματα φάνηκε πως μπόρεσαν να αποκτήσουν μαζικά λαϊκά ερείσματα, ένα κοινωνικό, το άλλο εθνικό. Η είσοδος της χώρας στην εποχή των μνημονίων και οι πολιτικές οριζόντιων οικονομικών μέτρων οδήγησαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην οικονομική ανέχεια, ενώ η απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας συνεχίστηκε με εκθετικό ρυθμό. Οι πολιτικές λιτότητας είχαν ως απόρροια την λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία εκτονώθηκε με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την περίοδο διακυβέρνησης του. Στο πεδίο των εθνικών ζητημάτων ο διαρκής υποχωρητισμός της Ελλάδας συνεχίστηκε με την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών. Η λαϊκή αντίθεση στην υπογραφή της συμφωνίας αποσυμπιέστηκε με την εναλλαγή του πολιτικού εκκρεμούς και την άνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση.
Η ανώδυνη εκτόνωση των δύο αιτημάτων ανέδειξε την αδυναμία βαθύτερης ανάλυσης και σύνδεσης των συνθηκών εκείνων που οδήγησαν στην φτωχοποίηση και στην εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, και είχε ως επόμενο την δημιουργία αποσπασματικών πολιτικών προτάσεων. Κάποιες κοινωνικοοικονομικά ρηξικέλευθες προτάσεις υιοθέτησε δημαγωγικά ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική του καμπάνια, για να τις απαρνηθεί χωρίς πολιτικό κόστος την επαύριο της ανόδου του στην κυβέρνηση. Παρόμοια ήταν η τακτική της Νέας Δημοκρατίας στο θέμα του Μακεδονικού, όπου κατάφερε στο παρά πέντε των μεγάλων διαδηλώσεων να φορέσει το πατριδοκάπηλο προσωπείο της. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ήταν ο μετριασμός της λαϊκής αντίθεσης με την εναλλαγή κομμάτων στην διακυβέρνηση της χώρας.
Πως μπορεί όμως να δομηθεί μία στέρεη πολιτική πρόταση που θα αποτελέσει την βάση για την σύνδεση και την επιτυχή έκφραση των λαϊκών και εθνικών αιτημάτων, χωρίς αυτά να μπορούν να γίνουν έρμαιο της προεκλογικής δημαγωγίας; Για να γίνει αυτό πρέπει να απαντηθούν κάποια ερωτήματα. Ποιες είναι οι συνθήκες που γεννάνε την φτωχοποίηση και τον εθνικό υποχωρητισμό; Είναι μόνο η ανυπαρξία πολιτικής βούλησης ή η πολιτική σκηνή αντανακλά την βαθύτερη έλλειψη βαθμών ανεξαρτησίας της χώρας;
Παντελής έλλειψη βαθμών ανεξαρτησίας
Το “οικονομικό θαύμα” της μεταπολεμικής Ελλάδας πάνω στο οποίο βάσισαν την κοινωνική τους νομιμοποίηση οι κυβερνήσεις ήταν τα πακέτα Μάρσαλ και μετέπειτα τα προγράμματα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Ο στόχος αυτών των οικονομικών εργαλείων ήταν διττός. Πρώτον μέσω της ανοικοδόμησης της Ευρώπης από τον πόλεμο να αναδυθούν κατά τόπους μεγαλοαστικές τάξεις πλήρως συνδεδεμένες με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Δεύτερον η δημιουργία ζωνών οικονομικής ανάπτυξης στα σύνορα με το ανατολικό μπλοκ να λειτουργήσει ως θέλγητρο για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης.
'Έτσι στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μία οικονομική ελίτ σε πλήρη συμφωνία με τους σχεδιασμούς του ευρωατλαντισμού. Στηρίχθηκε στα “θαλασσοδάνεια” και στην εισροή ξένων κεφαλαίων που μεταβιβάζονταν από το κράτος στο φίλα προσκείμενο κεφάλαιο μέσω συγχρηματοδοτούμενων έργων, ενώ κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισε ο τουρισμός. Όσον αφορά το εμπόριο, οι χερσαίες οδοί, ειδικά στα βόρεια της χώρας, παρέμειναν σκόπιμα υπανάπτυκτες, ώστε δεν κατάφερε να υπάρξει οικονομική σύνδεση με χώρες που δεν πρόσκεινταν στον ευρωατλαντισμό, γεγονός που θα συνέβαλε στην οικονομική πολυμέρεια της Ελλάδας και στην δημιουργία αστικής τάξης αποδεσμευμένης ως ένα βαθμό από τις δυτικές ελίτ.
Η μεγαλοαστική τάξη της χώρας που αναδύθηκε λοιπόν αποτελούνταν κυρίως από τους μεγαλοεφοπλιστές, εξαρτώμενους από τις ελεγχόμενες από τις ΗΠΑ θαλάσσιες εμπορικές οδούς και από τους ιδιοκτήτες κατασκευαστικών εταιριών, άμεσα εξαρτώμενους από την κατασπατάληση των ευρωπαϊκών πόρων. Η άρχουσα τάξη σε άμεση σύνδεση με τα συμφέροντα του ευρωατλαντισμού, προέβαλλε την ισχύ της στην πολιτική σκηνή μέσω του συμπλέγματος οικονομίας-κομμάτων-ΜΜΕ-ποδοσφαίρου, οδηγώντας στον ακόμα μεγαλύτερο εναγκαλισμό με τα συμφέροντα των δυτικών ελίτ, και στην βαθμιαία απώλεια ακόμα περισσότερων βαθμών ανεξαρτησίας.
'Έτσι, η είσοδος της Ελλάδας το 1981 στην ΕΟΚ σηματοδότησε την ένταξή σε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, όπου εμπορεύματα, κεφάλαια και εργατικό δυναμικό κινούνται ελεύθερα, απεμπολώντας εργαλεία οικονομικής πολιτικής και προστασίας της εγχώριας παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν η αποβιομηχάνιση της χώρας, αφού οι ελληνικές επιχειρήσεις ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν τις μεγάλες πολυεθνικές της υπόλοιπης Ευρώπης, και η κατακόρυφη αύξηση των οικονομικών και των εμπορικών ελλειμμάτων. Στην συνέχεια η υιοθέτηση του ευρώ σήμανε την απώλεια της δυνατότητας ασκήσεως νομισματικής πολιτικής και του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος. Στο πολιτικό πεδίο, το ελλαδικό κράτος μεταβίβασε ουσιαστικά την νομοθετική του ισχύ στις Βρυξέλλες. Η κοινωνική νομιμοποίηση για τις παραπάνω πολιτικές αντλήθηκε από την διάχυση της στρεβλής ανάπτυξης στην κοινωνία με την γιγάντωση του πελατειακού κράτους, η οποία μαζί με τα ελλείμματα και την κατασπατάληση των πόρων, συνέβαλε στην εκτίναξη του δημόσιου χρέους και την είσοδο στην εποχή των μνημονίων, γεγονός που σήμανε την ακόμα μεγαλύτερη εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας.
Στο στρατιωτικό επίπεδο η Ελλάδα εντάχθηκε από το 1952 στο ΝΑΤΟ και έτσι ο ελλαδικός στρατός αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της εξυπηρέτησης των ευρωατλαντικών συμφερόντων στην νοτιανατολική του πτέρυγα. Σήμερα η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς, μετατρέποντας την χώρα σε ένα αμερικανικό λιμάνι και χερσαίο αεροπλανοφόρο.
Σε ενεργειακό επίπεδο η Ελλάδα βασίζει σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό την κάλυψη των αναγκών της στους αγωγούς φυσικού αερίου που διέρχονται από την Τουρκία και στο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Αν και η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας προέτασσε την ανάπτυξη ενεργειακών οδών που δεν θα διέρχονταν από την Τουρκία, το γεγονός αυτό αντέβαινε στα αμερικανικά συμφέροντα, καθώς σήμανε την άμεση ενεργειακή σύνδεση Ελλάδας και Ρωσίας. Έτσι, το 2007-2008 εγκαταλείφθηκαν τα σχέδια για τον ρωσικό αγωγό φυσικού αερίου South Stream και τον αγωγό πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρουπολη.
Όσον αφορά την ήπια ισχύ μέσω του πολιτισμικού πυλώνα ισχύος, η κυρίαρχη ιδεολογία επέβαλε την απεμπόλιση της εθνικής ταυτότητας, τον εκδυτικισμό και την ευθυγράμμιση με τα “πεφωτισμένα έθνη”, ακόμα από την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μετά την ένταξη της Ελλάδας στο σύγχρονο ευρωατλαντικό σύστημα συντελέστηκε η βαθμιαία αποδοχή του εκάστοτε κυρίαρχου αμερικανικού πολιτισμικού προτύπου.
Η Ελλάδα λοιπόν έχει απολέσει κάθε δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης στρατηγικής προς όφελος των λαϊκών και των εθνικών συμφερόντων. Η μεγαλοαστική της τάξη είναι πλήρως προσδεδεμένη με τα συμφέροντα της δυτικής ελίτ, ενώ το ελλαδικό κράτος αδυνατεί να χαράξει νομισματική πολιτική, το τραπεζικό της σύστημα είναι πλήρως ελεγχόμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οικονομία της είναι πλήρως αποβιομηχανοποιημένη και αποσυνδεδεμένη από τις εξελίξεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, οι ενεργειακές της ανάγκες ελέγχονται ολοένα και περισσότερο από την Τουρκία και τις ΗΠΑ, η νομοθετική της δικαιοδοσία έχει παραχωρηθεί στους ευρωθεσμούς, τα δημογραφικά της στοιχεία φανερώνουν την πλήρη κατάρρευση της δημογραφικής πυραμίδας, το πολιτισμικό της παράδειγμα είναι βαθιά αλλοτριωμένο και εξαμερικανισμένο, ενώ η αμυντική της πολιτική σχεδιάζεται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των νατοϊκών συμφερόντων. Η κυρίαρχη πολιτική σκηνή η οποία παράγεται από τις παραπάνω συνθήκες, αποτελεί στην πραγματικότητα την έκφανση της απώλειας εθνικής ανεξαρτησίας.
Φτωχοποίηση και διαρκής υποχωρητισμός ως συνέπεια της απώλειας βαθμών ανεξαρτησίας
Η πτώση της ΕΣΣΔ και η είσοδος των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ είχε ως αποτέλεσμα την μετακίνηση του χώρου ανταγωνισμού των ΗΠΑ με τη Ρωσία. Η απομείωση της σημασίας της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδος ως ανάχωμα του ευρωατλαντισμού στα ρωσικά συμφέροντα είχε ως αποτέλεσμα την μεταφορά της προσοχής της δυτικής ελίτ προς την ανατολική Ευρώπη. Το παραπάνω είχε ως συνέπεια την μεταφορά κεφαλαίων από την Ελλάδα προς την περιοχή του ανταγωνισμού, το οποίο σε συνδυασμό με την πλήρη απώλεια των οικονομικών και νομισματικών εργαλείων, τον έλεγχο της αγοράς από τα εγχώρια καρτέλ, την κατασπατάληση των πόρων και το πελατειακό κράτος οδήγησαν την χώρα στην οικονομική κατάρρευση και στην φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας. Η πλήρης υποταγή της χώρας στο ευρωατλαντικό τόξο με την παραχώρηση των εργαλείων χάραξης πολιτικής δεν άφησε περιθώριο διαπραγματεύσεων και εφαρμογής μίας πολυμερούς εθνικής οικονομικής, ενεργειακής και εμπορικής στρατηγικής που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην χώρα
Μα και στα εθνικά θέματα ο ασφυκτικός εναγκαλισμός με τις δυτικές ελίτ είχε δυσμενείς επιπτώσεις. Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα, ως κράτος-μαριονέτα των ΗΠΑ και παλαιότερα της Μεγάλης Βρετανίας, τεμαχίζει τον ελληνισμό και τον προσφέρει ως αντάλλαγμα για την ένταξη χωρών στο ΝΑΤΟ και για την συμμόρφωση της Τουρκίας με τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Το Κυπριακό, οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, η Θράκη, η αδιαφορία για την ελληνική μειονότητα της Βόρειας Ηπείρου και το Μακεδονικό είναι κάποιες από τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής.
Το 1959 υπογράφηκαν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, οι οποίες αναγνώριζαν ως προστάτιδα δύναμη της Κύπρου την Τουρκία. Το 1967 λαμβάνεται η απόφαση από τον Παπαδόπουλο για την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο. Ο Υπουργός Εξωτερικών της δικτατορίας Παναγιώτης Πιπινέλης ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η πολιτική της ύφεσης στα Βαλκάνια, δεν είναι ποσώς ασυμβίβαστος με την πολιτικήν της αδιαταράκτου και απολύτου εμπιστοσύνης εις τας βασικάς γραμμάς και επιδιώξεις της Ατλαντικής Συμμαχίας της οποίας εννοούμεν να ακολουθούμεν εις το γράμμα και εις το πνεύμα και τέλος η Ελλάδα έσωσε την ενότητα του NATO με την ανάκληση του ελληνικού στρατού από την Κύπρο, γιατί η περαιτέρω παρουσία του συνιστά ανωμαλίαν τόσον από απόψεως καλής γειτονίας όσον και από πλευράς μιας ορθολογιστικής κατανομής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Με την πράξη της αυτή, η Ελλάδα έδειξε τον σωστόν δρόμο» (Π. Πιπινέλης, Θέσεις και Ιδέαι (1969), σ. 78-79). Το 1974 ο Ιωαννίδης οργανώνει το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου, δίνοντας το άλλοθι στην Τουρκία να επέμβει ως προστάτιδα δύναμη, ενώ για τον Καραμανλή η Κύπρος κείται μακράν.
Στο χώρο του Αιγαίου οι αμφισβητήσεις της νατοϊκής συμμάχου Τουρκίας είναι διαχρονικές. Ενδεικτικό γεγονός για τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή αποτελεί η κρίση των Ιμίων το 1996, όπου η Ελλάδα αποδέχτηκε το γκριζάρισμα περιοχών του Αιγαίου. Για την αποκλιμάκωση της κρίσεως η εντολή των ΗΠΑ ήταν «no ships, no troops, no table-flags» και έτσι ακολούθησε η απόσυρση των πλοίων, των στρατιωτών και της σημαίας από τα Ίμια. Την 1η Φεβρουαρίου 1996 ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης δήλωνε στην Βουλή το περίφημο «ευχαριστώ τους αμερικανούς». Όλες οι μετέπειτα ελλαδικές κυβερνήσεις θεώρησαν τα Ίμια γκρίζα ζώνη, το τουρκικό λιμενικό απαγορεύει την αλιεία στην περιοχή, ενώ στο νησί δεν έχει γίνει έπαρση ελληνικής σημαίας από το 1996.
Όσον αφορά την Θράκη, με το Μορφωτικό Πρωτόκολλο του 1951 εισάγεται στα μειονοτικά σχολεία το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Το 1954 τίθεται σε ισχύ ο νόμος «Περί τουρκικής μειονότητος Θράκης», με τον οποίο το ελλαδικό κράτος επέβαλε την ονομασία «τουρκική» αντί του «μουσουλμανική», που αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λωζάννης. Το 1968 με το μορφωτικό πρωτόκολλο της δικτατορικής κυβερνήσεως συντελέστηκε ο πλήρης εκτουρκισμός της μειονοτικής εκπαίδευσης, αφού επιβλήθηκε στον πομακικό πληθυσμό η εκμάθηση της τουρκικής ως πρώτης γλώσσας στο σχολείο.
Ο ελληνισμός της Βορείας Ηπείρου έπεσε θύμα των ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην περιοχή, οι οποίοι επιφύλασσαν στον αλβανικό σωβινισμό σημαίνοντα ρόλο για την περαιτέρω αποδυνάμωση της Σερβίας. Έτσι πέρα από τα προεκλογικά ρητορικά πυροτεχνήματα των ελληνικών κομμάτων, η ελληνική μειονότητα αφέθηκε έρμαιο στον αλβανικό εθνικισμό.
Τέλος, η ιστορία και το όνομα της Μακεδονίας παραχωρήθηκαν το 2019, όταν τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία εξυπηρετούσε τα σχέδια για επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, με την ένταξη της π.Γ.Δ.Μ στον στρατιωτικό βραχίωνα των ΗΠΑ.
Τα αίτια λοιπόν της κοινωνικής διάλυσης και των συνεχόμενων εθνικών υποχωρήσεων δεν πρέπει να αναζητηθούν αποκλειστικά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης, αλλά απαιτούν ευρύτερη διερεύνηση, που άπτεται στην ίδια την ύπαρξη του σύγχρονου (και όχι μόνο) ελλαδικού κράτους. Οι ακολουθούμενες πολιτικές αποτελούν ένα αδιαίρετο και ενιαίο σύνολο, πλήρως εναρμονισμένο με τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Η ύπαρξη του σύγχρονου ελλαδικού κράτους συνδέεται άμεσα με την ομαλή και ειρηνική εφαρμογή των πολιτικών των ελίτ της Δύσης. Και ο λόγος που οι ελλαδικές κυβερνήσεις δήθεν θέτουν πολλές φορές στο επίκεντρο την εθνική ασφάλεια και τα εξοπλιστικά προγράμματα, δεν αφορά την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων, καθώς οι ίδιες παραχωρούν με μεγάλη άνεση την εθνική κυριαρχία. Αφορά τους νατοϊκούς σχεδιασμούς και τα παράπλευρα οικονομικά οφέλη.
Τα λαϊκά και εθνικά αιτήματα στον πολυπολικό κόσμο που αναδύεται
Η Ελλάδα λοιπόν δεν είναι σύμμαχος χώρα της “πεφωτισμένης Δύσης”, μα υποχείριο των δυτικών ελίτ. Η εμπέδωση της πραγματικότητας πως η χώρα αποτελεί ένα κράτος-προτεκτοράτο που είναι ανίκανο λόγω της έλλειψης βαθμών ανεξαρτησίας να επιτελέσει τον ρόλο του προς όφελος των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων, οφείλει να αποτελέσει την βάση για την δόμηση πολιτικών προτάσεων. Αν αυτό δεν καταστεί κοινός τόπος στην πολιτική συζήτηση, τότε το κυρίαρχο σύστημα και τα πολιτικά κόμματα που το εξυπηρετούν θα καπηλεύονται τα λαϊκά και τα εθνικά αιτήματα, αποσυμπιέζοντας την κοινωνική πίεση. Είναι αδύνατο να υπάρξει πατριωτική και φιλολαϊκή πολιτική χωρίς τα εργαλεία που μπορούν να την χαράξουν. Πολιτικοί φορείς που δεν έχουν αναφορά στην απώλεια ανεξαρτησίας λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και λαϊκίστικα, αποκρύπτοντας την πραγματικότητα χάριν της σταθερότητας του συστήματος και του προεκλογικού τους οφέλους.
Σήμερα όμως αναδύεται ένας νέος πολυπολικός κόσμος καθώς η ισχύς των δυτικών ελίτ απομειώνεται. Το γεγονός αυτό παρέχει την ευκαιρία για την αποδέσμευση της χώρας από τον ευρωατλαντικό έλεγχο που οδηγεί στην διάλυσή της. Είναι ανάγκη να γίνει κοινός τόπος πως η επανάκτηση των εργαλείων χάραξης πολιτικής είναι συνθήκη αναγκαία για την εθνική επιβίωση και την λαϊκή ευημερία.