Ο σκοπός
Σκοπός της παρούσας τριλογίας είναι η ανάδειξη των συστατικών στοιχείων της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας καθώς και των διαχρονικών αγώνων του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη.
Ακολουθώντας το σχήμα του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στο μνημειώδες έργο του «Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους», τοποθετούμε την αφετηρία του νεοελληνικού έθνους στην άλωση του 1204 και στα γεγονότα που ακολούθησαν αυτής. Η σκιαγράφηση των βασικών ιστορικών γεγονότων των επόμενων οκτώ αιώνων θα γίνει υπό το φως της σχεδόν συνεχούς υποτέλειας του ελληνικού έθνους σε ξένους λαούς και δη σε δυτικοευρωπαϊκούς, γεγονός που αποκρύπτεται από την επίσημη ατζέντα που παρουσιάζει το ελλαδικό κράτος. Στο τελευταίο μέρος της τριλογίας θα επιχειρηθεί η ανάλυση της σημασίας των πυλώνων ανεξαρτησίας και των βαθμών βάσει των οποίων καθορίζεται αυτή, ειδικά ως προς την ελληνική περίπτωση και την δυνατότητα για αντιστροφή της σημερινής κατάστασης.
Η απαρχή
Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204, η βασιλεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επί 874 χρόνια και πολυπληθέστερη πόλη παγκοσμίως επί αιώνες έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι δεκαετίες ανεπαρκών και προδοτικών πολιτικών κατάφεραν αυτό που δεν μπόρεσαν Πέρσες, Άραβες, Βούλγαροι και Ρώσοι, μεταξύ άλλων.
Οι δυτικοί ιππότες, μη έχοντας μεγάλο στράτευμα, δεν μπόρεσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε όλη την πάλαι ποτέ ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Τα εδάφη της κατακερματίστηκαν από την μία στην λατινική αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε περιοχές που ήταν κτήσεις των «Γαληνοτάτων Δημοκρατιών» της Βενετίας και της Γένοβας, ενώ από την άλλη σε τρία διάδοχα βασίλεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας: την αυτοκρατορία της Νίκαιας, την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το δεσποτάτο της Ηπείρου.
Παράλληλα, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι βρήκαν ευκαιρία μετά από αιώνες να αποκτήσουν ανεξαρτησία και να εκμεταλλευτούν την κατάσταση στα Βαλκάνια, εδραιώνοντας την παρουσία τους. Η εποχή που ακολούθησε είδε συνεχείς ανακατατάξεις στην περιοχή, με ανταγωνισμούς και δολοπλοκίες να παρουσιάζονται ακόμη – ή και ιδίως – μεταξύ υποτιθέμενων συμμάχων.
Έτσι άρχισε για πρώτη φορά μετά από αιώνες να χρησιμοποιείται ευρέως πάλι η λέξη «Έλληνας», αυτήν την φορά ως ταυτοτικός προσδιορισμός των ελληνόφωνων ορθοδόξων που ένιωθαν συνεχιστές της ρωμαϊκής πολιτειακής κληρονομιάς.
Για να κατανοήσουμε όμως τα 3 συστατικά στοιχεία του νεοελληνικού έθνους – ελληνική γλώσσα, χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία, ρωμαϊκή πολιτειακή συγκρότηση – θα πρέπει να κάνουμε μία αναδρομή και να εξηγήσουμε κάποια πράγματα. Αυτό γιατί ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με την καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, Έλληνες θεωρούνταν οι πιστοί στο ελληνορωμαϊκό πάνθεο, με τον όρο σαν εθνικά ταυτοποιητικό να έχει χάσει την σημασία του επί αιώνες.
Οι Ρωμαίοι, που είχαν κυριαρχήσει σε όλη την Μεσόγειο μέχρι την εποχή του Χριστού, έχοντας ήδη καταλάβει τον κυρίως ελλαδικό χώρο από το 145πΧ, υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό ελληνικά ήθη, φιλοσοφία και θρησκευτικές δοξασίες. Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε η κύρια ομιλούμενη στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, περιοχές που κυβερνούσαν στο παρελθόν τα ελληνιστικά βασίλεια, ενώ και στην δύση ακόμη θεωρούταν η γνώση της σημάδι αριστοκρατικής διαπαιδαγώγησης.
Με το διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα το 212 όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της επικράτειας πήραν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Στα πλαίσια των συνεχών διασπαστικών τάσεων και των προσπαθειών των αυτοκρατόρων να ομογενοποιήσουν τους υπηκόους, ο Μέγας Κωνσταντίνος το 313 εξέδωσε το διάταγμα των Μεδιολάνων, κηρύσσοντας την ανεξιθρησκεία. Οι πολιτικές αυτού του αυτοκράτορα έδωσαν στον χριστιανισμό για πρώτη φορά θέση ισχύος, που πέρασε έτσι από τους διωγμούς στην αντεπίθεση.
Οι εντάσεις που ακολούθησαν πήραν την μορφή της αντιπαράθεσης μεταξύ των «Ελλήνων», πιστών στις παλαιές θρησκείες, και των Χριστιανών, που πρέσβευαν το νέο πνεύμα της αυτοκρατορίας, που είχε από το 330 έδρα της την Κωνσταντινούπολη, την πρώην αποικία των Μεγαρέων, ονομαζόμενη αρχικά Βυζάντιο. Το 380 ο Χριστιανισμός γίνεται επί Θεοδοσίου Α’ επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, η οποία μετά τον θάνατό του το 395 θα χωριστεί δια παντός σε δυτική και ανατολική. Με την πτώση του δυτικού μέρους το 476, η Κωνσταντινούπολη θα παραμείνει ο αδιαμφισβήτητος συνεχιστής της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με ελληνόφωνο κυρίως πληθυσμό και επισήμως την ελληνική γλώσσα ως κρατική από την εποχή του Ηρακλείου (610-641) και μετά, ο οποίος πρώτος πήρε τον ελληνικό τίτλο «βασιλεύς».
Έχουμε όμως το παράδοξο να “βαπτιζόμαστε” τελικά «Έλληνες» ξανά όχι σε μία προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού, αλλά από τους δυτικούς συνεχιστές του Πατριαρχείου της Ρώμης. Το 800, βρίσκοντας αφορμή το γεγονός ότι στην κεφαλή της Κωνσταντινούπολης ήταν για πρώτη φορά μία γυναίκα (η Ειρήνη η Αθηναία), ο Πάπας εκμεταλλεύτηκε την συγκυρία στέφοντας «αυτοκράτορα των Ρωμαίων» τον Καρλομάγνο, ξεκινώντας ουσιαστικά το ρήγμα μεταξύ δυτικού και ορθόδοξου πολιτισμού. Την ίδια εποχή και ιδίως κατά την δυναστεία των Μακεδόνων (869-1057) και έπειτα στην Ρωμανία επανήλθε το ενδιαφέρον για τις ελληνικές σπουδές με ζέση.
Έτσι, ενώ όλοι διεκδικούσαν τον τίτλο του «Ρωμαίου», από την μία οι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη ονομάζονταν από τους δυτικούς «Έλληνες» ή «Γραικοί», από την άλλη οι εστεμμένοι από τον Πάπα της Ρώμης αυτοκράτορες ονομάζονταν από τους ανατολικούς «Φράγκοι» ή «Γερμανοί». Το σχίσμα του 1054 και οι μετέπειτα Σταυροφορίες βάθυναν το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων, το οποίο κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και στην επικράτηση αυτού που ονομάστηκε «δυτικός πολιτισμός».
Ήταν εν μέσω αυτών των καταστροφικών γεγονότων, που είχε την τύχη ο ελληνισμός να δει να βασιλεύουν στην αυτοκρατορία της Νίκαιας 3 άνδρες της δυναστείας των Λασκαριδών, που μπορούν πράγματι να χαρακτηριστούν «πατέρες του έθνους»: ο Θεόδωρος Α’, ο Ιωάννης Γ’ και ο Θεόδωρος Β’.
Από ένα μικρό βασίλειο στα βορειοδυτικά της Μικράς Ασίας, κατάφεραν να καταστήσουν την Νίκαια το κέντρο μίας αυτοκρατορίας που έγινε η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή. Η προστατευτική οικονομική πολιτική, σε συνδυασμό με την ανασυγκρότηση του ναυτικού, που ήταν πάντα το γόητρο της βυζαντινής στρατιωτικής μηχανής, και την δαιμόνια διπλωματική ραδιουργία, έκαναν το όνειρο της ανάκτησης της Πόλης να φαίνεται πάλι αληθινό.
Είναι προφανές πως η ανάγκη ήταν που οδήγησε την δυναστεία των Λασκαριδών να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα των πολιτών, λόγω της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών της αυτοκρατορίας και δη της Πόλης, που της προσέδιδε διεθνώς θαυμασμό και μεγαλείο. Η αποδοχή όμως του λαού προς αυτήν την κατεύθυνση, λόγω της γλώσσας και των παραδόσεων που είχαν διατηρηθεί από το αρχαίο παρελθόν, έκανε αυτή την αλλαγή να φαίνεται ως φυσική, παρόμοια με άλλες που είχαν συμβεί στο παρελθόν.
Την ίδια εποχή οι αυτοκράτορες προώθησαν την εντατικότερη διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων, τα οποία γνώρισαν πρωτοφανή άνθιση. Παρά το ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας χάθηκε στην άλωση του 1204 (και όχι τόσο από τις καταστροφές της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπως συχνά λέγεται), λόγω των λεηλασιών και των πυρκαγιών τις οποίες υπέστη η Πόλη τότε, σημαντικό μέρος της κατάφερε να διασωθεί και να μεταφερθεί στις βιβλιοθήκες του νεοσύστατου κράτους. Ο Όμηρος έγινε βασικό ανάγνωσμα, το οποίο και έπρεπε να μάθουν όλοι οι νεαροί στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους για τις ανώτερες κρατικές θέσεις, μαζί φυσικά με την Αγία Γραφή.
Από αυτούς τους παραπάνω 3 αυτοκράτορες και τον λαό της εποχής χρησιμοποιήθηκε ξανά ο όρος «Ἕλλην» με υπερηφάνεια (αν και επίσημα εξακολουθούσε να επικρατεί ο όρος «Ρωμαίος» ή «Ρωμιός»), δηλώνοντας τον ελληνόφωνο ορθόδοξο κληρονόμο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ζώντας επί αιώνες στην εσχατιά της Ευρώπης αντιμετώπιζε διαρκώς όπως και τα αρχαία χρόνια τους εχθρούς που βάλθηκαν να διεισδύσουν σε αυτήν.
Λίγο μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη το 1258, τα ηνία στην αυτοκρατορία τα ανέλαβε, με την δολοφονία του επιτρόπου του ανήλικου διαδόχου Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος. Επιδεικνύοντας ικανότητες στο στρατιωτικό και το διπλωματικό πεδίο, ο πανούργος γενάρχης της μακροβιότερης ρωμαϊκής δυναστείας επέκτεινε την επικράτεια των προκατόχων του, καταφέρνοντας μάλιστα να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη το 1261. Την ίδια ώρα όμως κατέλυσε τον θεσμό των ακριτών, των στυλοβατών του Βυζαντίου από την εποχή των πολέμων με τους Άραβες, ευνοώντας έτσι τους ισχυρούς αριστοκράτες της Μικράς Ασίας που τον ανέδειξαν.
Η ενίσχυση των μεγάλων γαιοκτημόνων προκάλεσε σοβαρές έριδες, σε συνδυασμό με την ενωτική πολιτική που χάραξε ο αυτοκράτορας. Το 1274, σε μία προσπάθεια να προσεταιριστεί τους καθολικούς ενάντια στις βλέψεις των λατίνων για ανακατάληψη της Πόλης, ο Πατριάρχης κατ’ εντολήν του αυτοκράτορα υπέγραψε στην Σύνοδο της Λυών την ένωση των Εκκλησιών, αναγνωρίζοντας τα πρωτεία του Πάπα και εισάγοντας το filoque. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη υποδούλωσης του νέου ελληνισμού σε ξένα κέντρα ισχύος.
Η υποτέλεια
Η κίνηση αυτή έφερε σοβαρούς τριγμούς στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, οι οποίοι θα την συνοδεύσουν μέχρι την εκπνοή της. Οι ανθενωτικοί, αντιπαραβάλλοντας την φιλολαϊκή πολιτική των Λασκαριδών του παρελθόντος, αντέδρασαν σθεναρά σε αυτές τις εξελίξεις, εν μέσω μάλιστα των δυσβάστακτων φοροεισπρακτικών πολιτικών των κυβερνώντων. Ο γιος του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β’, αναλαμβάνοντας τα ηνία το 1282 προσπάθησε να κατευνάσει τον κοινωνικό αναβρασμό, ακολουθώντας αντίθετη πορεία από τον πατέρα του.
Γρήγορα ανακάλεσε την ένωση των Εκκλησιών που είχε κηρύξει ο Μιχαήλ, ενώ ακόμη κατήργησε το ναυτικό σε μία απέλπιδα κίνηση εξοικονόμησης πόρων. Η αυτοκρατορία μέσα σε λίγες δεκαετίες βυθίστηκε στην παρακμή, με τους μισθοφόρους να αποτελούν τον κύριο όγκο του στρατεύματος, πράττοντας με ασυδοσία και λυμαίνοντας κατά βούληση την ρωμαϊκή κατ’ όνομα μόνο πλέον «αυτοκρατορία» (βλ. Καταλανική Εταιρεία). Παράλληλα, το νεοσύστατο κράτος των Οθωμανών έρχεται στο προσκήνιο κυριαρχώντας σε ταχύτατο χρονικό διάστημα στην βορειοδυτική Μικρά Ασία, με μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της Ανατολίας τότε να εξισλαμίζεται βλέποντας τους Οθωμανούς ως απελευθερωτές.
Ο εγγονός του Ανδρόνικου Β’, Ανδρόνικος Γ’, σε μία τελευταία προσπάθεια ανάκτησης του γοήτρου του κράτους κατάφερε να καταλάβει την εξουσία μετά από την πρώτη (1321-1328) από τις πολλές εμφύλιες διαμάχες που ακολούθησαν κατά την διάρκεια της καταστροφικής αυτής δυναστείας. Παρά τις τίμιες προθέσεις του, δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εξάπλωση των Οθωμανών, στους οποίους πρότεινε την καταβολή φόρου με αντάλλαγμα την ασφάλεια των εναπομείναντων ρωμαϊκών επαρχιών στην Ανατολία, πρόταση την οποία οι Οθωμανοί αρνήθηκαν. Κατάφερε πάντως κάποιες νίκες εναντίον των Σέρβων και των Βουλγάρων στο ευρωπαϊκό τμήμα και προσάρτησε επίσημα το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Με τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ το 1341 κυριαρχούν πλέον πλήρως οι ξένοι παράγοντες στην πολιτική σκηνή. Εμφύλιος μετά τον εμφύλιο, πάντα διεξαγόμενοι μέσω των στρατευμάτων άλλων, δίνουν την ευκαιρία πρώτα σε Σέρβους και μετά σε Οθωμανούς να βάλουν χέρι στο κουφάρι της μισοπεθαμένης πλέον αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, φιλώντας τα πόδια του Πάπα το 1369 τρεις φορές, ομολογεί την Ρωμαϊκή καθολική πίστη προκειμένου να λάβει δυτική βοήθεια απέναντι στην αυξανόμενη ισχύ των εχθρών εξ ανατολών. Η βοήθεια δεν έρχεται ποτέ, με αποτέλεσμα το 1372 το Βυζάντιο να γίνεται επίσημα για πρώτη φορά υπόσπονδο κράτος στους Οθωμανούς.
Την ίδια περίοδο, όμως, συντελείται και ένα περίεργο, δεδομένης της γενικότερης παρακμής, πολιτισμικό φαινόμενο. Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση, όπως αργότερα ονομάστηκε, στρέφει το ενδιαφέρον των λογίων ακόμη περισσότερο προς τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, προκαλώντας μία άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών, αποτελώντας τον προάγγελο της μετέπειτα ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Κύρια πολιτισμικά κέντρα αυτής της περιόδου ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Τραπεζούντα, το Άγιο Όρος και ο Μυστράς.
Η υποτέλεια κράτησε εν μέρει την αυτονομία των Βυζαντινών, που είχαν συγκεντρωθεί πλέον σε διάσπαρτες πόλεις χωρίς ισχυρή κεντρική διοίκηση, ενώ παράλληλα οι σουλτάνοι έψαχναν διακαώς αφορμές για να καταλάβουν αυτοί την πολυπόθητη θέση του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Εκείνα τα χρόνια αναδείχθηκε η βυζαντινή διπλωματία ως το σημαντικότερο εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής, αφού οι στρατιωτικές δυνατότητες ήταν πρωτοφανώς περιορισμένες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πολιτισμικού και πολιτικού γοήτρου που συνέχιζε να εκμπέμπει η αυτοκρατορία ήταν όταν μετά την μάχη της Άγκυρας το 1402, όπου η Οθωμανική αυτοκρατορία υπέστη πανωλεθρία από τα στρατεύματα του Ταμερλάνου, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος έπαιξε ρόλο ισορροπιστή ισχύος στην περιοχή, ανακηρύσσοντας τον Στέφαν Λαζάρεβιτς Δεσπότη της Σερβίας (τίτλος που δινόταν σε τοπικούς ηγεμόνες του Βυζαντίου, όπως πχ στον Δεσπότη του Μυστρά) και υποκινώντας τις εμφύλιες συρράξεις που ακολούθησαν στην οικογένεια των Οθωμανών.
Το ρίγμα μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών οδηγήθηκε στο αποκορύφωμά του με την ένωση των Εκκλησιών πάλι το 1439, τώρα επί Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου. Η μία φατρία στήριζε την ένωση μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων, με την ελπίδα έλευσης δυτικής βοήθειας προς αντιμετώπιση των Οθωμανών, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού, έχοντας ζωντανή ακόμα την ανάμνηση του 1204 και της λατινικής κατοχής που εξακολουθούσε ακόμη σε μεγάλα κομμάτια του ελλαδικού χώρου, υποστήριζε την καθαρότητα της πίστης, ακόμη και αν είχε αυτό ως αποτέλεσμα την υποταγή στους αλλόδοξους μουσουλμάνους.
Η άποψη αυτή μόνο ως παράλογη ή προδοτική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τους θρησκευτικούς διωγμούς και την πολιτισμική αλλοίωση που κατάφεραν οι δυτικοί όπου επικράτησαν. Οι Οθωμανοί αντίθετα, παρά τα παιδομαζώματα και τις φρικαλεότητες σε καιρό πολέμου, αποδείχθηκαν πολύ πιο ανεκτικοί στην θρησκευτική λατρεία των υπηκόων τους, ιδίως των χριστιανών και των εβραίων, που πιστεύαν στο ίδιο "βιβλίο", δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη.
Υπό αυτό το καθεστώς υποτέλειας σχεδόν επί έναν αιώνα, οι Ρωμιοί θα διαμορφώσουν την ταυτότητά τους ως ένα έθνος που προσπαθεί να επιβιώσει ελλισόμενο ανάμεσα στις συμμαχίες και τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, φέροντας εν τη γενέσει του τον διχασμό και την κρίση ταυτότητας ως προς το που ανήκει. Η επέλαση του Ταμερλάνου, οι εμφύλιοι των Οθωμανών και τα Θεοδοσιανά τείχη καθυστέρησαν την άλωση, αλλά εν τέλει αυτή ήρθε μετά από κάποιες αποτυχημένες πολιορκίες το 1453.