Η πρόσφατη πρόταση για αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ ήρθε να ταράξει τα νερά μιας ήδη τεταμένης γεωπολιτικής συγκυρίας. Η Ελλάδα, ως χώρα πρώτης γραμμής και παραδοσιακά υψηλών αμυντικών δαπανών, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη στη συζήτηση. Όμως η αποδοχή ενός τέτοιου μέτρου εγκυμονεί κινδύνους που υπερβαίνουν κατά πολύ το επίπεδο των εθνικών εξοπλισμών.
Για να μιλήσουμε καθαρά: η Ελλάδα σήμερα δαπανά ήδη περίπου 3.5% του ΑΕΠ για την άμυνα — το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ε.Ε. και δεύτερο στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ. Μια μετάβαση στο 5% θα σήμαινε επιπλέον 3–4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, σε μια οικονομία που ακόμη προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της μετά από μια δεκαετία κρίσης και ένα διαρκές καθεστώς επιτήρησης.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι απλό αλλά καίριο: μπορεί η Ελλάδα να αντέξει αυτό το βάρος; Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος θα είναι τεράστιος. Θα απαιτηθούν σκληρές επιλογές: ή θα αυξηθούν οι φόροι ή θα μειωθούν κοινωνικές δαπάνες. Και στις δύο περιπτώσεις, το πολιτικό και κοινωνικό κόστος είναι δεδομένο. Με το δημόσιο χρέος ακόμη σε δυσθεώρητα επίπεδα και την κοινωνική συνοχή εύθραυστη, τέτοιες πολιτικές φαντάζουν τουλάχιστον προβληματικές.
Δεν είναι μόνο τα νούμερα που προκαλούν ανησυχία. Είναι και το μήνυμα που στέλνει μια τέτοια στρατηγική: ότι η Ελλάδα προκρίνει μια λογική στρατιωτικοποίησης εις βάρος της κοινωνικής επένδυσης. Ότι, εν μέσω κοινωνικών ανισοτήτων και εκπαιδευτικής ή υγειονομικής υστέρησης, επιλέγει να ενισχύσει εξοπλιστικά προγράμματα, πολλές φορές χωρίς σαφές στρατηγικό σχέδιο. Το έχουμε ξαναδεί: εξοπλισμοί χωρίς μεταρρύθμιση στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων καταλήγουν σε πανάκριβες «βιτρίνες» που δεν βελτιώνουν την αμυντική ικανότητα.
Υπάρχει, επίσης, το γεωπολιτικό παίγνιο. Το να εμφανιστεί η Ελλάδα να «τρέχει» εξοπλιστικά ενδέχεται να επιδεινώσει τις ήδη εύθραυστες σχέσεις με την Τουρκία, προκαλώντας νέο γύρο έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Μπορεί να παρουσιαστεί ως επιθετική κίνηση και να δικαιολογήσει αναλόγως επιθετική ρητορική ή και πράξεις από την άλλη πλευρά. Και τότε θα μπούμε ξανά στον φαύλο κύκλο της αποσταθεροποίησης, στον οποίο κερδισμένοι είναι μόνο οι έμποροι όπλων και οι εθνικιστές και των δύο πλευρών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να ενισχύσει την άμυνά της. Αλλά η ενίσχυση πρέπει να είναι στοχευμένη, ποιοτική και αποτελεσματική, όχι αριθμητική και εντυπωσιασμού. Οι σύγχρονες απειλές – κυβερνοπόλεμος, υβριδικές επιθέσεις, ενεργειακή εξάρτηση – δεν αντιμετωπίζονται μόνο με Rafale και φρεγάτες. Χρειάζονται επενδύσεις στη γνώση, την τεχνολογία, την εκπαίδευση και τη διαλειτουργικότητα. Χρειάζεται, με άλλα λόγια, εθνική στρατηγική και όχι απλή υπακοή σε ΝΑΤΟϊκές επιταγές.
Το 5% μπορεί να είναι αριθμός-στόχος για υπερδυνάμεις με γεωπολιτικά συμφέροντα σε πέντε ηπείρους. Για την Ελλάδα, όμως, είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη, που απειλεί να στραγγαλίσει την κοινωνία στο όνομα μιας ασφάλειας που δεν εξασφαλίζεται μόνο με όπλα.