Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν και αντιπροσώπους του ισλαμικού κόσμου στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, δεν είναι ένα ακόμη διπλωματικό στιγμιότυπο. Είναι κίνηση υψηλού συμβολισμού, με πιθανές συνέπειες που ξεπερνούν κατά πολύ το πεδίο της Γάζας, την οποία είχαν ως κεντρικό θέμα.
Η ατζέντα ήταν σαφής: κατάπαυση του πυρός, απελευθέρωση ομήρων, ανθρωπιστική βοήθεια και ένα σχέδιο ανοικοδόμησης της Γάζας. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι με ηγέτες από Τουρκία, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο, Ιορδανία και άλλες μουσουλμανικές χώρες, δείχνει ότι η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει την ανάγκη να συνομιλεί με ενιαία φωνή του ισλαμικού κόσμου. Για τον Τραμπ, είναι ένα μήνυμα διεθνούς ισορροπίας. Για τον Ερντογάν, είναι πολιτικός θρίαμβος.
Ο Τούρκος πρόεδρος προβάλλεται ως «γέφυρα» ανάμεσα στη Δύση και τον μουσουλμανικό κόσμο. Εμφανίζεται όχι ως ταραξίας της περιοχής, αλλά ως συνομιλητής των ΗΠΑ και των Αράβων για ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα παγκοσμίως. Σε μια περίοδο που η Άγκυρα δοκιμάζει συνεχώς τις ισορροπίες σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αυτή η εικόνα ενισχύει δραστικά το διεθνές του κύρος.
Η σημασία της συνάντησης δεν περιορίζεται στη Γάζα. Αν η συζήτηση οδηγήσει σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις για χρηματοδότηση, μηχανισμούς εποπτείας εκεχειρίας ή κοινή γραμμή δράσης, θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται η διεθνής κοινότητα τις κρίσεις στη Μέση Ανατολή. Ακόμη κι αν δεν προκύψει άμεσα κάτι χειροπιαστό, το πολιτικό κέρδος για τον Ερντογάν είναι ήδη μεγάλο: παρουσιάζεται ως ηγέτης που φέρνει στο ίδιο τραπέζι Δύση και Ανατολή.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για την Ελλάδα.
Πρώτον, η Τουρκία αναβαθμίζεται θεαματικά σε ρόλο περιφερειακής δύναμης. Όσο περισσότερο κερδίζει έδαφος ως «μεσολαβητής» και «σταθεροποιητικός παράγοντας», τόσο πιο δύσκολο γίνεται για την Αθήνα να πείσει ότι η Άγκυρα είναι αποσταθεροποιητική.
Δεύτερον, η Ελλάδα είναι απούσα. Όταν διαμορφώνονται διεθνείς ισορροπίες που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα δεν βρίσκεται καν στο δωμάτιο. Το μήνυμα είναι σαφές: οι μεγάλες αποφάσεις παίρνονται χωρίς εμάς. Αυτή η εικόνα πλήττει την αξιοπιστία μας και δείχνει την αδυναμία της εξωτερικής μας πολιτικής να τοποθετήσει τη χώρα στο επίκεντρο.
Τρίτον, υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι στα ενεργειακά. Η Τουρκία, με το κύρος του «νόμιμου συνομιλητή» απέναντι σε Δύση και αραβικό κόσμο, μπορεί να αποκτήσει βαρύτητα σε σχέδια αγωγών, ΑΟΖ και θαλάσσιες ζώνες, περιθωριοποιώντας τις ελληνικές θέσεις. Όσο η Άγκυρα εμφανίζεται ως αξιόπιστος εταίρος, η Αθήνα κινδυνεύει να μοιάζει με κομπάρσο.
Τέταρτον, η σύγκριση είναι αμείλικτη. Ενώ ο Ερντογάν φωτογραφίζεται με τον Τραμπ και τους ηγέτες του ισλαμικού κόσμου, η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη ακυρώνεται. Για τον μέσο παρατηρητή, η εικόνα είναι απλή: η Τουρκία παίζει σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα μένει θεατής.
Η ελληνική διπλωματία οφείλει να ξυπνήσει. Δεν αρκούν οι επικοινωνιακές κορώνες περί «σταθερής Ελλάδας». Χρειάζεται ενεργητική στρατηγική, συμμαχίες, και κυρίως παρουσία στα μεγάλα τραπέζια. Γιατί αν συνεχίσουμε να μένουμε εκτός, τότε η Ανατολική Μεσόγειος θα χαράσσεται πάνω σε χάρτες που σχεδιάζονται χωρίς εμάς.
Η συνάντηση στη Νέα Υόρκη ήταν μια σαφής υπενθύμιση: η Τουρκία ξέρει να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες για να ανεβάζει το προφίλ της. Η Ελλάδα; Ακόμα ψάχνεται πώς να μην εμφανίζεται απούσα.